Συνέντευξη του Κοσμά Χαραλαμπίδη στη Θοδώρα Μοσχοπούλου

Ένα ήσυχο πρωινό του Νοεμβρίου επισκεφθήκαμε, μαζί με τον χειριστή της κάμερας, τον Τάσο τον Ασημεόνογλου, τον Κοσμά το Χαραλαμπίδη στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, όπου μας καλοδέχτηκε, μαζί με τη κόρη του Μαρία, τον εγγονό του Ορέστη, γιο της Μαρίας και το γιο του το Δαμιανό.

Ο Κοσμάς Χαραλαμπίδης είναι, στο Ωραιόκαστρο, ένας από τους ελάχιστους εν ζωή πρόσφυγες πρώτης γενιάς από τον Πόντο, διανύοντας το 98ο έτος της ηλικίας του.

Αγωνιστής της ζωής και των ιδανικών του, παράδειγμα προς μίμηση για τον καθένα μας, πολύ δε περισσότερο για τους νέους.

Αλλά ας αφεθούμε στη χειμαρρώδη διήγηση της πολυκύμαντης ζωής του.

Γεννήθηκα στις 5 Μαΐου, το 1914, σε ένα ωραίο ορεινό χωριό, τη Μούζαινα, στην περιοχή Αργυρούπολης της Χαλδίας του Πόντου, σε υψόμετρο 2.000 μέτρα περίπου.

Στη Μούζαινα έμεναν σαράντα, περίπου, οικογένειες. Ήταν τελείως άγονο μέρος, με ελάχιστη αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή. Θα σας πω, χαρακτηριστικά, ότι δεν υπήρχε ούτε ένα γαϊδουράκι.

Εξ αιτίας της φτώχειας αυτής οι άντρες ήταν στην ξενιτιά. Οι περισσότεροι στη Ρωσία και άλλοι στην Αργυρούπολη, στα ορυχεία ασημιού. Έτσι, όλη η διακίνηση των ελάχιστων προϊόντων περνούσε από τις πλάτες των γυναικών.

Εκεί στη Μούζαινα πήγα σχολείο μέχρι πέντε χρονών. Τότε γνώρισα και τον πατέρα μου, που επέστρεψε και πάλι από την ξενιτιά. Μέχρι τα πέντε μου χρόνια θεωρούσα σαν πατέρα μου το μικρότερο αδελφό του, το θείο μου τον Αδάμ Χαραλαμπίδη.

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Δαμιανό. Τη μητέρα μου Ευμορφίλη, το γένος Ανδρονικίδη. Ήταν συγγενής με τους Ανδρονικιδαίους του Ωραιοκάστρου.

Το 1918, με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο, είχαμε στο χωριό μας και Ρώσους στρατιώτες.

Τα γύρω από τη Μούζαινα χωριά, Τσιμερά, Χάτς, Αε-Φωκά (Άγιος Φωκάς), Σταυρίν, τα περπάτησα με τη μητέρα μου και διατηρώ ακόμα μια ζωντανή εικόνα για όλα τους.

Στα πέντε μου χρόνια κατεβήκαμε στη Χοτς, ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα. Σε απόσταση είκοσι λεπτών με τα πόδια. Η Χοτς είχε δύο μαχαλάδες. Στον ένα μαχαλά υπήρχαν δέκα σπίτια Ανδρονικιδέικα. Εμείς ήμασταν μαζί με τις οικογένειες του Θόδωρου του Σταλίδη και του παπά-Κωσταντίνου, παππού του Γιώργου και του Γιάννη Στεφανίδη, στο κονάκι του οποίου πηγαίναμε σχολείο

Οι κάτοικοι της Χοτς ήταν κτηνοτρόφοι. Είχαν πολλά πρόβατα και αγελάδες. Το καλοκαίρι ανέβαιναν στα παρχάρια, στη Χατς. Χωράφια δεν είχε η Χοτς, υπήρχαν, όμως, πολλές φουντουκιές.

Εγώ, όταν δεν είχα σχολείο, έβοσκα τις αγελάδες μας. Είχαμε μπόλικο γάλα και οι γυναίκες έκαναν βούτυρα, γιαούρτια, πασκιτάνια και άλλα γαλακτοκομικά. Τα πήγαιναν με τα πόδια στην Τραπεζούντα για να τα πουλήσουν και το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι.

Εκεί, στη Χοτς, ήμασταν υπό την προστασία του Τούρκου Ομέρ Αγά. Έμενε σε ένα από τα σπίτια των Ανδρονικιδαίων, που με την υποχώρηση του Ρωσικού στρατού έφυγαν όλοι τους στη Ρωσία, στο Νοβοροσίσκι.

Το 1919, στα πέντε μου χρόνια, γνώρισα τον πατέρα μου, που ήταν για είκοσι εννέα χρόνια ξενιτεμένος στην Ρωσία, πριν και μετά το γάμο του. Στη Ρωσία είχε καλή δουλειά σαν διευθυντής ενός Αρτέλ (αρτοπιοεία) στο Μακού. Ήρθε τότε στη Χοτς για να μας πάρει, την οικογένειά του, μαζί του στη Ρωσία. Με την Οκτωβριανή επανάσταση, όμως, στη Ρωσία, έκλεισαν τα σύνορα και έτσι παραμείναμε στη Χοτς.

Τα πράγματα στη Χοτς είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν πολύ. Ο Ομέρ Αγάς είχε δυο γιους ένοπλους, που μας προστάτευαν. Μια μέρα Τούρκοι πάτησαν το σπίτι του Σταλίδη, όπου έμενε ο αδελφός του Ιωακείμ του Γραμματικόπουλου, ο Χρύσανθος. Ήταν δάσκαλος και ήταν κι αυτός οπλισμένος. Γίνεται συμπλοκή και σκοτώνονται ο Χρύσανθος και ένας Τούρκος.

Η μητέρα μου ανησύχησε και ζήτησε από τον πατέρα μου να φύγουμε από τη Χοτς. Πουλήσαμε ότι είχαμε και κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα.

Υπήρχε πληροφορία ότι ο διαβόητος εγκληματίας Τοπάλ Οσμάν, μετά την Πάφρα και τη Σαμψούντα, έρχεται με τους τσέτες του στην Τραπεζούντα. Ο Ομέρ Αγάς, για να μας προστατέψει, πήρε τη μητέρα μου και την αδελφή της τη Μέλη στο σπίτι του και τις έντυσε με τούρκικα ρούχα. Η Μέλη ήταν η μητέρα του Γιώργου, του Στέλιου, του Απόστολου και της Σωτηρίας Τσαραμπουλίδη και γυναίκα του Τσιμερίτε του Παναγιώτη του Τσαραμπουλίδη.

Τελικά ο στρατιωτικός διοικητής της δεν επέτρεψε στον Τοπάλ Οσμάν να μπει στην Τραπεζούντα και έτσι παραμείναμε κι εμείς εκεί μέχρι την ανταλλαγή.

Το 1920 γεννιέται η μικρή μου αδελφή.

Εν τω μεταξύ, οι Νεότουρκοι είχαν στείλει τον πατέρα μου και τον Παναγιώτη τον Τσαραμπουλίδη εξορία στο Ερζερούμ, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι.

Με την επιστροφή του ο πατέρας μου πήγε στη Μούζαινα, πήρε τη μητέρα του Μαρία και τη νύφη του Ευτυχία, το Λεωνίδα το Ρωμανίδη με τη γυναίκα του Μαρία, που ήταν πρώτη του ξαδέλφη, και τη πεθερά του Λεωνίδα την Ανώρια και τους κατέβασε στην Τραπεζούντα.

Επιβιβαστήκαμε στο φορτηγό πλοίο Γκιουλ-Τσιαλμάλ. Είχαμε κάποιο γνωστό που μας εξασφάλισε την πρύμνη του πλοίου. Ήμασταν έντεκα άτομα συνολικά και περάσαμε σχετικά άνετα στη διαδρομή. Εγώ είχα μαζί μου ένα κοτοπουλάκι που, αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να γεννάει κι έτσι έτρωγα κάθε μέρα αυγό.

Φτάνουμε στην Κωνσταντινούπολη, στο Σελεμιέ κι από κει μας πήγαν στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου μείναμε εβδομήντα μέρες. Εκεί χάσαμε και τη γιαγιά Μαρία. Από τη Χάλκη, μας πήγανε στον Άγιο Στέφανο, μια περιοχή έξω από την Κωνσταντινούπολη, όπου μείναμε σε μεγάλα αντίσκηνα επτά περίπου μήνες.

Από κει πήραμε το δρόμο για την Ελλάδα. Πρώτος σταθμός η Αλεξανδρούπολη και έπειτα από μία εβδομάδα αποβιβαστήκαμε στο Καραμπουρνάκι, στη Καλαμαριά, και την επόμενη μέρα μεταφερθήκαμε στο Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο-Κορδελιό), στις συμμαχικές, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, παράγκες.

Ήταν αρχές καλοκαιριού του 1924 και η ελονοσία θέριζε. Εκεί χάσαμε την αδελφούλα μου τη Καλλιόπη, τεσσάρων χρόνων.

Στην αρχή η απασχόληση του πατέρα μου ήταν πρατήριο άρτου. Το καλοκαίρι ασχολούμασταν με την τουβλοποιία. Στο σχολείο πήγα από την τρίτη τάξη για τέσσερα χρόνια. Πολύ δύσκολα χρόνια.

Το 1928, με τη μεσολάβηση του Χρήστου του Τριανταφυλλίδη, που ήταν στην Επιτροπή Εποικισμού, ο πατέρας μου πήρε αγροτική αποκατάσταση στο Ωραιόκαστρο, ανέβηκε με τη μητέρα μου στο χωριό και ξεκίνησαν να χτίζουν το σπίτι.

Εγώ έμενα μόνος στο Χαρμάνκιοϊ και συνέχισα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο. Πεζοπορία, κάθε μέρα, Χαρμάνκιοϊ-Καμάρα, στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων στη Θεσσαλονίκη (όπου αργότερα στεγάστηκε η Οικοκυρική Σχολή), όντας άριστος μαθητής. Το μεσημέρι περνούσα με το συσσίτιο του «Φοίνικα». Επέστρεφα το βράδυ κατάκοπος στο κρύο σπίτι, καταλαβαίνεις πόσο αντίξοες ήταν οι συνθήκες. Άντεξα μόνο δύο χρόνια, αρρώστησα και έτσι εγκατέλειψα οριστικά το γυμνάσιο.

Το 1929 ήρθε από το Νοβοροσίσκι στην Ελλάδα ο αδελφός της μητέρας μου, ο θείος μου ο Γιάννης ο Ανδρονικίδης. Πρώτος σταθμός στον Πειραιά και στη συνέχεια ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε φούρνο δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Φανουρίου στην Τούμπα.

Στο φούρνο του θείου μου δούλεψα κι εγώ μέχρι τον Ιούλιο του 1934, οπότε ανέβηκα κι εγώ στο Ωραιόκαστρο και ασχολήθηκα με τη γεωργία, με τα λίγα στρέμματα που είχαμε, και με την κτηνοτροφία με μερικές αγελάδες βελτιωμένης ράτσας.

Το 1935-36 παραχωρούνται, από την τότε κοινοτική αρχή με πρόεδρο τον Κώστα το Χαραβόπουλο, οικόπεδα των πέντε έως δέκα στρεμμάτων σε αστούς από τη Θεσσαλονίκη και έτσι δημιουργείται ο αστικός συνοικισμός, γνωστός από τότε σαν «οι βίλες του Ωραιοκάστρου».

Σ’ αυτές τις βίλες δουλέψαμε οι Ωραιοκαστρίτες σαν οικοδόμοι. Το μεροκάματο χαμηλό και η δουλειά εννιά ώρες την ημέρα. Ξεκίνησα απεργία και καταφέραμε να καθιερώσουμε το οκτάωρο με αύξηση και του μεροκάματου.

Το 1937 στρατεύτηκα για τη θητεία μου.

Τα Χριστούγεννα του 1939 παντρεύτηκα τη συμμαθήτριά μου από το δημοτικό Ολυμπία Γυμνοπούλου, υφάντρια στο εργοστάσιο του Τσίτση. Η γυναίκα μου η Ολυμπία ήταν, από κάθε πλευρά και κάθε πτυχή, ένα «κομψοτέχνημα». Μια γυναίκα με ψυχή, με θάρρος απαράμιλλο, στα δύσκολα χρόνια συμπαραστάθηκε και τους γονείς μου και αντιμετώπισε όλες τις δύσκολες καταστάσεις των πολιτικών διώξεων που ακολούθησαν, των ταλαιπωριών και της οικονομικής ανέχειας, παλικαρίσια, με ανεξάντλητα σωματικά και ψυχικά αποθέματα. Ναι, η Ολυμπία μαζί με τα παιδιά μας, το Νικηφόρο, τη Μαρία, ακόμα πιο παλικάρι, και το Δαμιανό το χορευταρά. Μου κόστισε πολύ ο απρόσμενος χαμός της. Έφυγε στα ενενήντα της χρόνια με πολύ επώδυνο τρόπο. Μ’ αυτή την Ολυμπία, λοιπόν, δημιουργήσαμε οικογένεια κι αποκτήσαμε τρία παιδιά. Το Νικηφόρο, πολιτικό μηχανικό, παντρεμένο με τη λογίστρια Όλγα Δελληγιαννίδου, τη Μαρία, δικηγόρο, και το Δαμιανό (Μπούλη), δημόσιο υπάλληλο στο Α.Π.Θ., παντρεμένο με την καθηγήτρια Φυσικής Πηνελόπη Βουνοτρυπίδου, γνωστό χορευτή και δάσκαλο των ελληνικών παραδοσιακών χορών, με σπουδές στην ιατρική, που μόνο αυτός ξέρει γιατί τις εγκατέλειψε. Η Μαρία στη Νομική και ο Δαμιανός, πρωτοετής στην Ιατρική, σπουδάζουν με υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Η δικτατορία του 1967 στερεί, για πολιτικούς λόγους, την υποτροφία από το Δαμιανό. Του δόθηκε αργότερα, το 1974 με τη μεταπολίτευση, και συνέπεσε να πάρει τη σχετική ειδοποίηση από το Ι.Κ.Υ. την ημέρα που γεννήθηκε ο μεγάλος του γιος.

Τα παιδιά μου μού χάρισαν συνολικά έξι εγγόνια. Τρία ο Νικηφόρος, τον Κοσμά, μηχανολόγο και πολιτικό μηχανικό, την Ολυμπία, παιδοψυχολόγο, και το Δημήτρη, γεωπόνο. Ένα η Μαρία, τον Ορέστη-Κοσμά, αρχιτέκτονα μηχανικό, και δύο ο Δαμιανός. Τον Αδάμ, ειδικό ορθοδοντικό, και το Δημήτρη, οπτομέτρη. Από τον Κοσμά του Νικηφόρου έχω κι ένα δισέγγονο, το μικρό Νικηφοράκο.

– Κύριε Κοσμά, μίλησέ μας λίγο για το Ωραιόκαστρο, όπως εσύ το θυμάσαι.

Στο χωριό είχαμε όλοι αρμονικές σχέσεις μεταξύ μας. Οι παρέες που έβγαιναν στους δρόμους με λύρα και τραγούδια, στις γιορτές για τα «χρόνια πολλά» δεν παρέλειπαν κανένα σπίτι. Οργάνωναν πολλούς χορούς, στους αλωνότοπους των διάφορων σπιτιών και στην αυλή του σχολείου. Ο πατέρας μου ήταν πρωτοχορευτής και δεν άφηνε κανέναν έξω από το χορό.

Η μόνη διαφορά στο χωριό ήταν οι μαχαλάδες. Από το σπίτι του Μαντρατζή και κάτω ήταν ο «ταγκό» μαχαλάς, επειδή το έδαφος ήταν αμμουδερό, χωρίς πολλές λάσπες και επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι του κάτω μαχαλά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αστικοποιημένοι. Κάποιοι είχαν έρθει από τη Ρωσία, αλλά και αρκετοί από τους άλλους δεν είχαν ασχοληθεί με γεωργία και κτηνοτροφία. Ο δικός μας, ο πάνω μαχαλάς, επειδή είχε μαύρο χώμα και πολλές λάσπες, ήταν ο «κατράν» μαχαλάς.

Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Υπήρχαν πολλοί που είχαν αμπέλια, αγελάδες, πρόβατα, κάποιοι δούλευαν σαν αρτεργάτες στη Θεσσαλονίκη και κάποιοι καλλιέργησαν ακόμα και καπνά. Το 1927, περίπου στην περιοχή «Αλώνια», κάψανε έτοιμα δεμάτια καπνού επειδή δεν τα είχαν αγοράσει οι έμποροι. Σύμφωνα με το νόμο έπρεπε να καούνε για να μη διοχετευτούν στο λαθρεμπόριο.

Από μαγαζιά υπήρχαν τα μπακάλικα του Μαντρατζή, του Κώστα του Τομπάζη, του Στέλιου του Κυριακίδη, του Κώστα του Χαραβόπουλου, του Αχιλλέα του Γεωργιάδη και του Μιχάλη (Μίσια) Ματσουκατίδη. Φούρνοι υπήρχαν του Κυριάκου του Κυριακίδη και του Σπύρου του Εξαδάκτυλου. Είχαμε κι εμείς ένα μαγαζάκι και πουλούσαμε γαλακτοκομικά προϊόντα. Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, ο Μιμίκος ο Χολετσίδης ως ανάπηρος πολέμου και ο Γρηγόρης ο Κελεσίδης ως τραυματίας πολέμου, είχαν άδεια λειτουργίας περίπτερου. Αργότερα ασχολήθηκα κι εγώ με περίπτερο, νοικιάζοντας την άδεια του Κελεσίδη.

– Κύριε Κοσμά, αληθεύει ότι γύρω στα 1929 ο τότε πολιτιστικός σύλλογος ανέβασε θεατρική παράσταση με το έργο του Γεωργίου Κ. Φωτιάδη «Λαζάραγας»;

Εγώ τότε δε ζούσα ακόμα στο Ωραιόκαστρο. Την παράσταση, όμως, την είδα. Υπεύθυνοι ήταν ο Παύλος ο Εξαδάκτυλος και ο Αριστείδης ο Ιωαννίδης. Συντελεστές ήταν ο Ξυνόπουλος Νικόλαος και ο Αδάμ ο Ανδρονικίδης.

Αργότερα δόθηκαν και άλλες πολλές θεατρικές παραστάσεις με διάφορα έργα, στις αίθουσες του δημοτικού σχολείου. Σε τρεις απ’ αυτές πήρα κι εγώ μέρος σαν πρωταγωνιστής. Μία απ’ αυτές δόθηκε σε ανοικτό χώρο, στο Κρυονέρι, Συμμετείχαν η Ολυμπία Σαββουλίδου, η Παυλίδου η Δέσποινα, του Σίμου, η Σοφία η Καλούση, η Ματσουκατίδου που για χρόνια έλειπε στην Αμερική, καθώς και μια από τις αδελφές του Χάρη του Χαραβόπουλου.

Αργότερα ιδρύθηκε ο Μορφωτικός Αθλητικός Όμιλος (Μ.Α.Ο.) «Κεραυνός» που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.

Γενικά στο χωριό υπήρχε πολύ έντονη πολιτιστική και αθλητική δραστηριότητα.

– Θυμάσαι, ίσως κάτι από το σχολείο και τους δασκάλους του Ωραιοκάστρου;

Το παλιό σχολείο μας, το πέτρινο, είχε δύο αίθουσες. Δασκάλους είχαμε το Ζάχο ο οποίος υπηρέτησε σαν ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, τον Αγγελίδη, τον Κωνσταντινίδη, τη Λαύρα Παπαδοπούλου, το Στέφανο Ατματζίδη, το Χαρατζίδη το Γιάννη, μέχρι που τα παιδιά μου τελείωσαν το δημοτικό σχολείο.

– Ας ξανάρθουμε, όμως, κύριε Κοσμά, στο σημείο που σε διέκοψα, μετά τη δημιουργία της οικογένειας σου.

Ναι. Όπως έλεγα, παντρεύτηκα τα Χριστούγεννα του 1939 και τον Οκτώβριο του 1940 μας κηρύσσει τον πόλεμο η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και μας χτυπάει στα σύνορά μας με την Αλβανία.

Ξεκινήσαμε για το αλβανικό μέτωπο πεζοπορία, από το Πανόραμα, με τα πολυβόλα φορτωμένα στα μουλάρια, μέχρι το Πόγραδετς. Έξι Δεκεμβρίου, του Αγίου Νικολάου, φτάσαμε στο μέτωπο και πήραμε, για πρώτη φορά, μέρος σε μάχη. Σε δεκατρείς μέρες, χτυπώντας τους Ιταλούς με τα πολυβόλα, καταλάβαμε το Πόγραδετς.

Συμπολεμιστές μου στον ίδιο λόχο είχα τον Αχιλλέα τον Τσαφαρίδη, το Μιχάλη το Ματσουκατίδη και τον Παναγιώτη τον Αντωνιάδη. Κάπου εκεί στο μέτωπο, σε άλλα χωριά, συνάντησα επίσης το Γιώργο Παναγιωτίδη (Γιούρα), το Ναθαναήλ (Θάνο) Παπαδόπουλο και κάποιον από τους Μπαταίους.

Από το Πόγραδετς προωθηθήκαμε σ’ ένα χωριό έξω από την Κορυτσά, την Πλιάτσα. Εκεί ξεκουραστήκαμε, ανασυγκροτηθήκαμε και μέσα Φλεβάρη του 1941 μας δόθηκε εντολή να πορευτούμε προς το κεντρικό μέτωπο, στην Τρεμπεσίνα.

Τον πρώτο σταθμό τον κάναμε Πρεμετή-Στενά Κλεισούρας όπου μείναμε μερικές μέρες. Εκεί, στα Στενά της Κλεισούρας, έχασαν τη ζωή τους, πολεμώντας παλικαρίσια, ο Στεφανίδης ο Νικόλαος, ο Νεοφυτίδης ο Στέλιος και ο Διονυσιάδης ο Συμεών, γιος της Περπερίνας από τον πρώτο γάμο της.

Από κει, κρατώντας αμυντική διάταξη, προχωρήσαμε και παραμονή του Ευαγγελισμού ο λόχος των πολυβόλων με τις δύο διμοιρίες του εγκαταστάθηκε στην αψίδα του βουνού. Στη δεξιά πλευρά, στη κορυφή του βουνού, πήρε θέση η δική μας διμοιρία.

Επειδή ήμουν καλά εκπαιδευμένος, μου ανατέθηκε και έστησα τέσσερα πολυβόλα και κτίσαμε πολυβολεία με πέτρινες πλάκες και δέντρα από το βουνό. Κάθε βράδυ ρύθμιζα τη νυχτερινή βολή των πολυβόλων, για τυχόν επίθεση.

Δυστυχώς, όμως, ενώ στην Αλβανία κυνηγάμε τους Ιταλούς να τους πετάξουμε στη θάλασσα, τον Απρίλιο του 1941 δεχόμαστε στα βόρεια σύνορά μας επίθεση από το γερμανικό στρατό. Η μικρή Ελλάδα αντιμετωπίζει πλέον Ιταλία και Γερμανία μαζί.

Την Κυριακή των Βαΐων, με τη συνθηκολόγηση του στρατηγού Τσολάκογλου, μας ήρθε εντολή για οπισθοχώρηση και επιστροφή στην Ελλάδα. Βαδίζαμε μόνο τη νύχτα και την ημέρα στήναμε τα πολυβόλα για τυχόν επιθέσεις από τους Ιταλούς.

Φθάσαμε στα σύνορα, περάσαμε στην Ελλάδα, στα Ιωάννινα και πιο κάτω, στον κάμπο, όπου εγκαταλείψαμε, όπως και όλοι οι άλλοι, ό,τι οπλισμό είχαμε.

Απελευθερωμένοι πλέον από το βάρος του οπλισμού, φθάσαμε στην Άρτα όπου μείναμε τέσσερις-πέντε μέρες. Η διμοιρία μας με το διοικητή του λόχου παρέμεινε συγκροτημένη. Δε σκορπίσαμε όπως πολλοί άλλοι. Από την Άρτα παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για Θεσσαλονίκη. Περνάμε Άγραφα, Πόρτες, Τρίκαλα, Λάρισα και φτάνουμε στον Πλαταμώνα απ’ όπου πήραμε το πλοίο και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη.

Φτάνοντας στο σπίτι, το Μάιο του 1941, βρήκα να με περιμένει ο γιος μου ο Νικηφόρος, τεσσάρων μηνών.

– Θα ήθελα, κύριε Κοσμά, να μας πεις, αν θυμάσαι, ποιοι άλλοι Ωραιοκαστρίτες πολέμησαν τους Ιταλούς στην Αλβανία.

Από το Ωραιόκαστρο πολέμησαν πολλοί στο αλβανικό μέτωπο. Εκτός απ’ αυτούς που ανέφερα ήδη, ήταν εκεί και οι Τουσκοφίδης Νικόλαος, Τομπάζης Γεώργιος, Μοσχοβόπουλος Κωνσταντίνος, Σταλίδης Θεόδωρος, Κεσσόπουλος Δήμος, Δημητριάδης Δημήτριος, Κελεσίδης Γρηγόρης, Χολετσίδης Δημήτριος (ο Μιμίκος), Λεοντίδης Νικόλαος, Οικονομίδης Βασίλειος, Οικονομίδης Στέφανος, Νικολαΐδης Ανέστης, Ξυνόπουλος Αλέξανδρος, Ματσουκατίδης Ιλαρίων, Καϊσίδης Παύλος, Παυλίδης Γεώργιος, Ιακωβίδης Αλέξανδρος, Μαχαιρόπουλος Σταύρος, Λεοντίδης Γεώργιος, Χαραβόπουλος Γεώργιος και Χαραβόπουλος Κυριάκος. ……………………………………………………………………………………………………………………………………………… Ελπίζω πως δεν ξέχασα κανέναν.

Με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, καθώς και των συμμάχων τους, Ιταλών και Βουλγάρων, αρχίζει η τριπλή Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρική κατοχή. Στο Ωραιόκαστρο υπάρχει μόνο γερμανικός στρατός, στον οποίο συμμετείχαν και οκτώ Ρώσοι στρατιώτες.

Επιτάξανε το σπίτι του Μαντρατζή όπου έμενε ο λοχαγός. Για τους άλλους επιτάξανε το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου, καθώς και το δικό μου και άλλα σπίτια. Στο δικό μου έμεναν τέσσερις στρατιώτες, δύο Γερμανοί και δύο Αυστριακοί. Οι δύο απ’ αυτούς γνώριζαν αρχαία Ελληνικά.

Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει μια υδροηλεκτρική μηχανή από τη Νεάπολη και την μετέφεραν στο Ωραιόκαστρο, για την ηλεκτροδότηση του κεντρικού δρόμου και των σπιτιών που είχαν επιτάξει.

Στον αστικό συνοικισμό, στη βίλα του Τσίτση, ήταν το φρουραρχείο, το στρατηγείο του Μέρτεν, του στρατιωτικού διοικητή της περιοχής Θεσσαλονίκης, και στις άλλες βίλες έμεναν οι στρατιώτες της φρουράς. Εμείς δεν είχαμε καμιά σχέση μαζί τους, παρά μόνο με τους Γερμανούς που έμεναν στο παλιό, στο κυρίως Ωραιόκαστρο.

Διατηρούσαμε, γενικά, καλές σχέσεις μαζί τους, για να μην έχουμε χειρότερες καταστάσεις. Οργανώναμε μέχρι και ποδοσφαιρικούς αγώνες μαζί τους.

– Κύριε Κοσμά, θα ήθελα να μας πεις μερικά πράγματα για την πολιτική και ιδεολογική σου δράση.

Στη κατοχή ήμουν γραμματέας στο τοπικό γραφείο Ωραιοκάστρου, με υπεύθυνο του Ε.Α.Μ. τον Παυλίδη το Γιώργος (Ζιώζιος) και υπεύθυνο του εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ. το Σωτηριάδη το Γιάννη (Παπανδρέου) μαζί με τον Εξαδάκτυλο τον Παναγιώτη και το Δημητριάδη το Γιώργο (Γιούρκα). Ο Τσαραμπουλίδης ο Γιώργος και ο Τσαφαρίδης ο Αλέκος ήταν υπεύθυνοι στην Ε.Π.Ο.Ν. Υπεύθυνη της «Αλληλεγγύης» ήταν η Μελπομένη (Μέλη) Εξαδακτύλου.

Παρ’ όλο που στο χωριό οι σχέσεις μας με τους Γερμανούς ήταν καλές, εγώ πάντα φοβόμουν μήπως γίνει από τη Θεσσαλονίκη καμιά έφοδος από τους «Μπουραντάδες» (συνεργάτες των Γερμανών) για συλλήψεις. Γι’ αυτό, κάθε βράδυ, με μια κουβέρτα «υπό μάλης» πήγαινα να… «φυλάξω» τον κάμπο.

Κάποιο βράδυ το γραφείο του Ωραιοκάστρου φυγάδεψε στο Χορτιάτη, στους αντάρτες της αντίστασης, έναν Ιταλό στρατιώτη. Η γερμανική περίπολος έκανε έφοδο στο σπίτι μου το βράδυ και ευτυχώς έτυχε να είμαι εκεί. Διαφορετικά, δε νομίζω πως θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη συνάντηση μας απόψε.

Εμείς σαν Οργάνωση δεν ενοχλήσαμε κανέναν στο Ωραιόκαστρο. Οφείλω να πω πως το ίδιο δεν ενόχλησαν κανέναν και οι Γερμανοί.

Στο χωριό το 70%, ίσως και παραπάνω, των κατοίκων ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. Ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη καθοδηγητικό στέλεχος του Ε.Α.Μ. και κάναμε συναντήσεις στο φούρνο που είχα στην αυλή μου. Οι Γερμανοί δεν καταλάβαιναν κι, άλλωστε, ούτε και ν’ ακούσουν μπορούσαν.

Στη διάρκεια της κατοχής, από τη πλευρά μου, όταν δεχόμουν ερωτήσεις από καθοδηγητικά όργανα αν υπάρχουν αντιδραστικοί στο χωριό, η φροντίδα μου ήταν να μην ενοχληθεί κανένας συγχωριανός απ’ αυτούς που δεν ήταν στην Οργάνωση.

Αργότερα έγινα ακτιδικός γραμματέας στην περιοχή Αγίου Αθανασίου, Προχώματος, Καστανά. Ανώτερα στελέχη του Ε.Α.Μ. στο Ωραιόκαστρο ήταν ο Αριστείδης ο Ιωαννίδης και ο Νικόλαος (Κόλιας) Τσακαλίδης.

Τον Αύγουστο του 1943 γεννήθηκε και η κόρη μου η Μαρία.

Με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η κατάσταση πέρασε στη δικαιοδοσία του Ε.Α.Μ., που προκήρυξε πανελλήνιες εκλογές με δικαίωμα ψήφου για άνδρες και γυναίκες άνω των δεκαοκτώ ετών. Έπρεπε να διορθωθούν οι εκλογικοί κατάλογοι. Εγώ, σαν παράγοντας, τους διόρθωσα, πρώτο όνομα στον κατάλογο Χαραλαμπίδου Ολυμπία. Τότε ψηφίζαμε στη Νεοχωρούδα και πάντα εκλογικός αντιπρόσωπος της Οργάνωσης, της Ε.Δ.Α., ήταν ο Κοσμάς Χαραλαμπίδης. Ακόμα και στις εκλογές που υπήρξε συνεργασία της Ε.Δ.Α. με τμήμα των Φιλελευθέρων, ο Γιώργος ο Χαραβόπουλος και ο Σπύρος ο Εξαδάκτυλος όρισαν εμένα σαν αντιπρόσωπο.

Λαϊκό επίτροπο όρισα το Χρήστο Τριανταφυλλίδη

Κατέβηκαν δύο ψηφοδέλτια, το δικό μας και της άλλης πλευράς με επικεφαλής το Χρήστο Γαλετσίδη.

Ο συνδυασμός μας πλειοψήφησε και εκλέχθηκε πρόεδρος ο θείος μου ο Αδάμ Χαραλαμπίδης με συμβούλους το Βασίλειο Παυλίδη και για πρώτη φορά μια γυναίκα, τη Μελπομένη Εξαδακτύλου, σύζυγο του μπάρμπα-Γιάννη Εξαδάκτυλου.

Είχα οργανώσει φρουραρχείο στο Ωραιόκαστρο, στη βίλα Δρυμούλα, με υπεύθυνο το Γιάννη το Σωτηριάδη.

Όταν κάποια μέρα βρέθηκα τυχαία στο Ωραιόκαστρο, ο υπεύθυνος της Πολιτοφυλακής, ο Παντελής ο Μαυρίδης, μου λέει ότι ήρθε απόσπασμα πολιτοφυλακής από κάτω για να κάνει συλλήψεις. Μου έδωσε μια κατάσταση με επτά ονόματα, που κρίνω πως δεν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω. Παρ’ όλο που για όλους έδωσα λευκές σημειώσεις, τους πήρανε κάτω για ανάκριση.

Δύο απ’ αυτούς τους είχαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, είχαν βασικά επιβαρυντικά στοιχεία, ανεξάρτητα από τη δική μου απαλλακτική προσπάθεια. Τους άλλους τους κρατούσαν στην Επτάλοφο, στο ανακριτικό τμήμα της 11ης Μεραρχίας.

Το πρωί της άλλης μέρας κατεβαίνουμε στην Επτάλοφο για να ζητήσουμε να απελευθερωθούν οι κρατούμενοι. Τι είστε εσείς, με ρωτάνε. Τους λέω πως είμαι από Ωραιόκαστρο και ενδιαφερόμαστε για τα άτομα που συλλάβατε. Χωρίς να γνωρίζω ότι τα δύο άτομα είναι στου Παύλου Μελά. Με ποια ιδιότητα; με ρωτάνε. Τους λέω πως είμαι ακτιδικός γραμματέας. Μου ζητάνε χαρτί και σημείωμα. Πηγαίνω στο Μακεδονικό Γραφείο, γραμματέας ήταν ο Βασμανάς, παίρνω το σημείωμα και την άλλη μέρα, μαζί με το Γιώργο τον Παυλίδη (Ζιώζιο) και τον Αλέκο τον Τσαφαρίδη κατεβήκαμε κάτω, δώσαμε κατάθεση, υπογράψαμε και οι τρεις και, επειδή εγώ έπρεπε να φύγω, ειδοποίησα και μεσολάβησε ο Αριστείδης ο Ιωαννίδης ώστε να αφεθούν ελεύθεροι και να πάνε στα σπίτια τους.

Αργότερα πάλι παρόμοιο περιστατικό. Έρχεται στο σπίτι μου ο υπεύθυνος της πολιτοφυλακής και με ενημερώνει ότι στο καφενείο ήρθε πολιτοφύλακας από κάτω, με ένταλμα σύλληψης για ένα άτομο, κάτοικο Ωραιοκάστρου, δε θα αναφέρω το όνομά του. Πήρα το ένταλμα και, παίρνοντας ρίσκο και ενεργώντας παράτολμα, το έσκισα.

Με τη συμφωνία της Βάρκιζας αλλάζουν τα πράματα, Στο χωριό η κατάσταση έρχεται στα χέρια ορισμένων απ’ αυτούς που δεν ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ.

Εμείς δεν τους είχαμε ενοχλήσει, αλλά αυτοί θέλουν να μας βγάλουν και τα μάτια.

Γίνονταν συλλήψεις μαζικές. Έρχονταν από κάτω, από την Αστυνομία, και με παράγοντες του Ωραιοκάστρου γυρνούσαν στα σπίτια.

Η πρώτη μαζική σύλληψη έγινε με περίπου είκοσι πέντε άτομα. Μας οδήγησαν στο Τμήμα Μεταγωγών, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στη Θεσσαλονίκη. Πολύ δύσκολη κατάσταση. Όλοι όρθιοι σε ένα δωμάτιο και σε μια γωνιά τα απορρίμματά μας.

Από κει, μετά την ανάκριση, εγώ μαζί με τον Πέτρο το Μπαζάκα και τον Αλέκο τον Ιακωβίδη οδηγηθήκαμε στις φυλακές του Επταπυργίου. Σφικτά τα πράγματα, ήταν Ιούλιος μήνας και δε μπορούσαμε να βγούμε ούτε στον προαύλιο χώρο. Αργότερα καλυτέρευσαν οι συνθήκες.

Στην κατάθεσή μου, με δικηγόρο της Αλληλεγγύης, κατέθεσα απαλλακτικά για όλους, αλλά στις καταθέσεις των άλλων γίνεται μπέρδεμα και αποφασίζεται η προφυλάκιση και του Πέτρου του Μπαζάκα. Τη απόφαση για τη προφυλάκιση την παίρνει εισαγγελέας και ανακριτής, αλλά κοντά στα Χριστούγεννα έρχεται άλλος ανακριτής, ξάδελφος του δικηγόρου μου, και με τη μεσολάβηση του δικηγόρου αποφυλακίζομαι και αργότερα και οι άλλοι.

– Δυο λόγια, κύριε Κοσμά, και για τις εκτοπίσεις.

Φυσικά θα έρθω και σ’ αυτά. Το 1947, με την είσοδο του Ναπολέοντα Ζέρβα στην κυβέρνηση, γίνονται συλλήψεις και στο Ωραιόκαστρο. Εξορίζομαι στον Αη-Στράτη (Άγιο Ευστράτιο) μαζί με άλλους πέντε συγχωριανούς μου. Τσακαλίδης Κόλιας, Παυλίδης Γιώργος (Ζιώζιος), Μαντρατζής Παντελής, Θανάσης Καλώνης και Ασλαματζίδης Θωμάς.

Παράλληλα με τις πολιτικές διώξεις, θέλω να αναφερθώ και στην παράμετρο του οικονομικού πολέμου. Πενταμελής οικογένεια με οικογενειακή μερίδα στην Κοινότητα, έχω δικαίωμα αποκατάστασης σε χωράφια και οικόπεδο, αλλά οι τοπικοί παράγοντες μού τα στέρησαν. Ας είναι καλά όπου κι αν βρίσκονται.

Με την άνοδο των Φιλελευθέρων στην κυβέρνηση και με Υπουργό Βορείου Ελλάδος το Λεωνίδα Ιασωνίδη, τρεις συγχωριανοί, ο Χρήστος Τριανταφυλλίδης, ο Γιώργος Χαραβόπουλος και ο Σπύρος Εξαδάκτυλος, προς τιμήν τους, μεσολάβησαν και απελευθερωθήκαμε οι τέσσερις, εκτός από το Θανάση τον Καλώνη και τον Παντελή το Μαντρατζή.

Τον Ιανουάριο του 1948 γεννιέται ο μικρός μου γιος ο Δαμιανός και μετά από δύο μήνες, το Μάρτιο, με στείλανε, έφεδρο στρατιώτη, στη κόλαση της Μακρονήσου, όπου συνάντησα και τους κληρωτούς Δημητρό Καλώνη, Αλέκο Τσαφαρίδη, Κλεάνθη Δαμιανίδη από τα Πλατανάκια, και τον ξάδελφό μου το Γιώργο τον Τσαραμπουλίδη.

Επίσης, στο τάγμα των πολιτικών κρατουμένων ήταν ο Τσακαλίδης ο Κόλιας, ο Κώστας ο Φωτιάδης, ο Γιάννης ο Εξαδάκτυλος και ο Θανάσης ο Καλώνης που είχε μεταφερθεί από τον Αη-Στράτη.

Εξόριστες στο Τρίκερι του Βόλου ήταν και η Βικτωρία Ραπτίδου, καθώς και η γυναίκα του κουμπάρου μου του Αριστείδη, Ελένη Ιωαννίδου, που αργότερα μεταφέρθηκε στον Αη-Στράτη.

Κρατούμενος για πέντε χρόνια στα Γιούρα, έμεινε, επίσης, ο Απόστολος ο Δαμιανίδης, καταδικασμένος για πολιτικούς λόγους σε θάνατο, με εκ των υστέρων μετατροπή της ποινής του.

Το 1949, έπειτα από δεκαεννέα μήνες αβάσταχτης ταλαιπωρίας και κακουχιών, απολύθηκα, γύρισα σπίτι και είχαμε μια σχετική ησυχία.

– Αν και σε έχουμε κουράσει, κύριε Κοσμά, θα ήθελα λίγα λόγια και για τη ενασχόλησή σου με τα κοινά του Ωραιοκάστρου.

Μετά τη επιστροφή μου από τη Μακρόνησο ασχολήθηκα με τον Αγροτικό Πιστωτικό Συνεταιρισμό. Διετέλεσα πρόεδρος του Διοικητικού του Συμβούλιου, με γραμματέα το Βασίλη το Γαλετσίδη και μέλη το Νικόλαο Ξυνόπουλο και τον Παναγιώτη το Σαββουλίδη. Τόλμησα τότε να κάνω ένα σοβαρό βήμα. Προμήθευσα το Συνεταιρισμό με ένα εγγλέζικο δυνατό τρακτέρ. Το οδηγούσαν ο Παναγιώτης ο Τομπάζης και ο Στέλιος ο Ακριτίδης.

Από το 1957 μέχρι το 1967 συμμετέχω στο κοινοτικό συμβούλιο ως κοινοτικός σύμβουλος της μειοψηφίας.

Στις 21 Απριλίου του 1967, ημέρα Παρασκευή, η χούντα των συνταγματαρχών καταλύει με πραξικόπημα το πολίτευμα και εγκαθιστά δικτατορία. Παύονται όλες οι εκλεγμένες διοικήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης και γίνονται αθρόες συλλήψεις δημοκρατικών πολιτών.

Πηγαίνω στο καφενείο και περιμένω. Όχι πολύ. Κάποιος άσπονδος φίλος, που ούτε αυτού το όνομα θέλω να αναφέρω, μπήκε-βγήκε στο καφενείο και μετά ένα τέταρτο της ώρας έρχονται δυο χωροφύλακες με αυτοκίνητο του αστυνομικού τμήματος Νεάπολης, κατ’ ευθείαν στο καφενείο, χωρίς να περάσουν απ’ το σπίτι, και με συλλαμβάνουν. Ο ασφαλίτης Παρασκευόπουλος, αν και ήταν από τους αστυνομικούς που με είχαν στη μπούκα, προσπάθησε να με προστατέψει εν μέρει. Μου λέει, αν έχεις τίποτα χαρτιά επάνω σου, άφησέ τα για να μην έχεις χειρότερες συνέπειες. Φυσικά δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο.

Στη συνέχεια συλλάβανε επίσης τον Παυλίδη το Γιώργο και το Δημητρό και τον Παρίση τον Καλώνη από το Παλιόκαστρο. Από τύχη, επειδή συμπτωματικά έλειπαν από το Ωραιόκαστρο, γλύτωσαν τη σύλληψη ο Σούλης ο Ιωαννίδης και ο Θανάσης ο Καλώνης.

Μας πήγαν κάτω, στο 10ο αστυνομικό τμήμα Νεάπολης. Τη άλλη μέρα μας έφεραν στο αστυνομικό τμήμα Σταυρούπολης, όπου επιτράπηκε και το επισκεπτήριο. Εκτός από την οικογένειά μου, τις πρώτες ημέρες δέχτηκα μια επίσκεψη από ένα γείτονα που μου έφερε δυο κούτες τσιγάρα. Το λέω και συγκινούμαι. Μακεδών Καρασαββίδης.

Από τη Σταυρούπολη στην Καβάλα με αρματαγωγό. Δε γνωρίζαμε πού πηγαίναμε. Μεγάλο Σάββατο μας βγάζουν στα Γιούρα, όπου έμεινα μέχρι το Σεπτέμβριο, και μετά στη Λέρο, στο Λακί.

Από την απριλιανή δικτατορία φυλακίστηκε, επίσης, για εννιά μήνες και ο Γιάννης ο Σωτηριάδης (Παπανδρέου).

Το 1968 η Ολυμπία με τα παιδιά μετακομίζουν στη Θεσσαλονίκη και μένουν στη Χαριλάου, κοντά στο εργοστάσιο «Αλυσίδα», σ’ ένα παλιό μικρό σπιτάκι που τους παραχώρησε για χρήση αφιλοκερδώς η πρώτη μου ξαδέλφη από την Τούμπα, η Θοδώρα Ανδρονικίδου-Καμπάκη. Μόνο ευγνωμοσύνη μπορούσαμε να νοιώθουμε.

Όλες αυτές οι διώξεις είχαν ανάλογο αντίκτυπο και αρνητικές συνέπειες και στη ζωή της οικογένειάς μου, κυρίως των παιδιών μου (δουλειά, σπουδές, οικονομικά), αφού σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίτητο το γνωστό «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».

Στη διάρκεια της παραμονής μου ως εξόριστος στη Λέρο, κυρίως οι συγγενείς αλλά και οι φίλοι και οι γείτονες, βοήθησαν, κρυφά και φανερά, με κάθε τρόπο την οικογένειά μου. Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία για κάποιον γείτονα που δούλευε σε ψαράδικο και που με ιδιαίτερη λεπτότητα και κρατώντας αυστηρά την ανωνυμία του έστελνε, μέσω της Ελένης της Τσαραμπουλίδου, κάθε εβδομάδα ψάρια στην οικογένεια μου. Το όνομά του το μάθαμε αργότερα. Ήταν ο Γιάννης ο Τομπάζης. Για το Γιάννη τον Τομπάζη και για όλους τους συγγενείς, τους φίλους και τους γείτονες, που μας συμπαραστάθηκαν στα πολύ δύσκολα εκείνα χρόνια, η ευγνωμοσύνη μας είναι, επίσης, απέραντη.

Μετά από τρία και κάτι χρόνια εξορίας, τον Ιούλιο του 1970 απολύθηκα και ήρθα στο σπίτι για να συνεχίσω με ηρεμία τη ζωή μου.

Το 1974, με τη μεταπολίτευση, επανήλθαμε αυτοδίκαια στο κοινοτικό συμβούλιο. Εγώ και ο Αδάμ ο Τσακαλίδης αρνηθήκαμε να συμμετάσχουμε μαζί με το διορισμένο επί δικτατορίας πρόεδρο, το Χάρη το Χαραβόπουλο, και απέχουμε από τις συνεδριάσεις μέχρι τις επόμενες εκλογές, το Μάρτιο του 1975.

Στις εκλογές αυτές εκλέγεται ο συνδυασμός μας και με πρόεδρο τον Αδάμ Τσακαλίδη και με κοινοτικούς συμβούλους της πλειοψηφίας το Γιάννη Τομπάζη, το Θανάση Καλώνη, το Νικόλαο Λαζίδη, τον Αριστοτέλη τον Τσαφαρίδη κι εμένα, διοικήσαμε το Ωραιόκαστρο για τρεις τετραετίες. Με διαφορετική σύνθεση του κοινοτικού συμβούλιου κάθε φορά, αλλά πάντα με πρόεδρο τον Αδάμ τον Τσακαλίδη κι εμένα κοινοτικό σύμβουλο ως εκπρόσωπο του Κ.Κ.Ε.

Πιστεύω πως έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στη πρόοδο και στην ανάπτυξη του Ωραιοκάστρου. Ύδρευση, αποχέτευση, οδοποιία, σχολεία, γυμνάσιο και πολλά άλλα έργα που συνετέλεσαν στη συνολική αλλαγή του χωριού μας.

– Εν κατακλείδι, κύριε Κοσμά, δυο κουβέντες για τον αιώνα της ζωής σου.

Είχε και τα δύσκολα είχε και τα όμορφα. Τώρα είναι ακόμα πιο όμορφα.

– Σου εύχομαι να ζήσεις πολλά χρόνια, με υγεία και πολλές χαρές από τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Σ’ ευχαριστώ πολύ και μακάρι να πάρουμε όλοι μας λίγο από το κουράγιο και την αισιοδοξία σου.