Eρθεν είνας κορώνα και είπεν ΚΡΑ – ΚΡΑ – ΚΡΑ, όποιος κι καλατσεύ θα τρώει κατζία γαβουρεμένα κι όποιος καλατσεύ θα τρώει τσινέαν με σκόρδον το (1)
Κάπως έτσι ήταν η έναρξη του παραμυθιού στα ποντιακά νυχτέρια, που κατά κάποιο τρόπο ήταν μια καθιερωμένη ψυχαγωγική, κοινωνική εκδήλωση, μία μορφή επικοινωνίας μεταξύ συγγενών, γειτόνων, φίλων τις βραδινές ώρες, τότε δηλαδή που οι καθημερινές εργασίες – ασχολίες σταματούσαν για να συνεχιστούν την επόμενη. Τότε μαζεμένοι όλοι σε κάποιο σπίτι, θέλοντας να ξεφύγουν από τα καθιερωμένα και να περάσουν την ώρα τους ευχάριστα αναζητούσαν ανέκδοτα, παροιμίες αινίγματα και κυρίως παραμύθια. Και τότε στρέφανε όλοι το πρόσωπο τους προς τον κατάλληλο της παρέας, τον παραμυθά.
Ποιος ήταν ο παραμυθάς? Σίγουρα άνθρωπος με γνώσεις, εμπειρίες, με φαντασία και έμπνευση και οπωσδήποτε είχε το χάρισμα της παραστατικής αφήγησης. Τον δύσκολο ρόλο του παραμυθά όμως αναλάμβαναν στην ποντιακή οικογένεια – και όχι μόνο – ο παππούς ή η γιαγιά, κάποιος θείος ή και κάποια γειτόνισσα.
Ο παραμυθάς ήταν όμως ο παραμυθάς? Σίγουρα άνθρωπος με γνώσεις, εμπειρίες, με φαντασία και έμπνευση και οπωσδήποτε είχε το χάρισμα της παραστατικής αφήγησης. Τον δύσκολο ρόλο του παραμυθά όμως αναλάμβαναν στην ποντιακή οικογένεια – και όχι μόνο – ο παππούς ή η γιαγιά, κάποιος θείος ή και κάποια γειτόνισσα. Ο παραμυθάς ήταν όμως αυστηρός. Στην ώρα της αφήγησης, ώρα ιερή για όλους τους παρευρισκομένους, απαιτούσε νεκρική σιγή. Μόνο ο θόρυβος του πυρακτωμένου κούτσουρου που χώριζε στα δύο η φλόγα ήταν επιτρεπτή και το πολύ-πολύ και κανένα πνιγμένο φτέρνισμα … Αλλιώς, «όποιος καλατσεύ θα τρώει τσινέαν με σκόρδον »(αντίστοιχο με το όποιος λαλήσει και μιλήσει …)
Τι ήταν όμως το παραμύθι? Το παραμύθι, προϊόν εύπεπτο από τους ακροατές του, καθ ‘ όσον είναι πλασμένο με αχαλίνωτη φαντασία, το καθαυτό παραμύθι, σερβίρεται από τον χαρισματικό παραμυθά στο ακροατήριό του και κρατά την προσοχή όλων, ξυπνώντας όλα τα συναισθήματα, αγάπη, μίσος, χαρά, θυμό, οργή, λύπη, δυστυχία, ευτυχία … Έτσι ο πόντιος παραμυθάς, ζώντας μαζί με το ακροατήριό του μέσα στα βουνά και στα λαγκάδια, δίπλα στην φύση, επηρεάζεται από το περιβάλλον του και μαζί με την φαντασία του γεμίζει τα παραμύθια του με αγάπη και έρωτα, προβάλλει την ανδρεία, την αρετή, την τόλμη, αλλά ασχολείται και με τα προβλήματα της εποχής του. Το παραμύθι του στέλνει πολλές φορές και πληροφορίες και μηνύματα της εποχής. Ένα χαρακτηριστικό παραμύθι – παιχνίδι – δρώμενο του Πόντου είναι το γνωστό σε όλο τον ποντιακό πληθυσμό το θεία «-θεία δός με φωτίαν» μέσα στο οποίο βλέπουμε την αγωνία και την αναγκαιότητα για την απόκτηση – κλέψιμο της φωτιάς, κάτι που, όπως ξέρουμε, απασχόλησε τον άνθρωπο από την μυθική εποχή (άραγε το ποντιακό αυτό παμπάλαιο παραμύθι – παιχνίδι – δρώμενο, στηρίζεται στο μύθο του Προμηθέα και στον κοντινό και γνωστό στους Πόντιους Καύκασο?)
Κι άλλοτε πάλι μας ταξιδεύει σε κόσμους παράξενους και υπερφυσικούς όπου τα πουλιά, τα δένδρα και τα άγρια θηρία αποκτούν φωνή ανθρώπινη, συνεννοούνται και συνεργάζονται με τους ανθρώπους. Η κακιά μάγισσα (η μάϊσα) και ο αράψ (αράπης) παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά παραμύθια. Κι ένας αγριάνθρωπος σε κάποιο παραμύθι, τολμάει να επισκεφθεί τον βασιλιά στο παλάτι του και να τον βοηθήσει με διάφορα τερτίπια για να αποκτήσει παιδιά. Εμφανίζεται όμως μετά από χρόνια και του παίρνει το ένα του παιδί με σκοπό να το φάει, ενώ ο βασιλιάς είναι απαρηγόρητος.
Το παιδί όμως χάρη στην τόλμη του και στην βοήθεια, μετά από διαπραγμάτευση, που του προσφέρουν το Ασλάνι (Λιοντάρι) και η Τίγρης (Καπλάνι) και ο αδελφός του επιστρέφει στο παλάτι …
-Θεέ μ ‘Θεέ μ’ θα παλαλούμαι, αχούλια μ θα χάνω τα ». Ατά Ντο ειν ‘ντο λέει ατός? Ψέματα όξαμ γομάτα? Ίνετε να γουρταρεύκεται το τσε ι χέλκον το παιδίν ασό και ύστερα ασά τόσα χρόνα να έρτε σο παλάτ «ασλάν» ζωντανόν? Άμα, νέψα, θα λέω αληθινά είν ‘. Έξες ντο είπεν ατός? “Για το καλόν ντο έρθεν ατ’ς, εποίκαν τρανόν χαράν. Εγώ Ευρέθα κ ‘εκαικά, ετραβώδεσα, εχόρεψα, έφαγα, είπα σην υίαν ατουν και έβρεξα και τα ποίχα μ ‘. Εσάς εγώ μετ ‘άλλο Κι ατείν έζησαν καλά κι’ καλλίον “.
Αρ ‘ αέτς θα εέντον ρίζαμ …
1. “Όποιος δεν θα μιλήσει θα φάει καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς κι όποιος μιλήσει θα φάει κουτσουλιές με σκόρδο (για τιμωρία)
Μαρία Γεκουσίδου-Κάτζιου