Ο Στέλιος Παπαδόπουλος και η σύζυγός του Ελένη

Eνα Κυριακάτικο πρωινό του Φλεβάρη βρεθήκαμε μαζί με τον κ. Τάσο Ασημεόνογλου στο ζεστό και φιλόξενο σπιτικό του κ. Στέλιου Παπαδόπουλου του Χαράλαμπου και της Φανής (Φάνη) και της κ. Ελένης Παπαδοπούλου – Νικολαϊδου του Φιλίππου και της Σοφίας.

Κ. Στέλιο πότε και από που ήρθαν οι γονείς σας στην Ελλάδα;

Οι γονείς μου κατάγονταν από το Χατς της Τραπεζούντας του Πόντου. Από εκεί έφυγαν και πήγαν στο Βατούμ της Ρωσίας και το 1922 για λίγο διάστημα ήρθαν και έμειναν στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μου στον Πόντο είχε φούρνο. Σε ερώτημα της Επιτροπής Αποκατάστασης τι δουλειά έκανε, η απάντηση της μητέρας μου (εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έλειπε για δουλειά) ήταν γεωργοί, για να τους δώσουν αγροτικό κλήρο.

 

Μόνιμα εγκαταστάθηκαν στο Παλαιόκαστρο. Εκεί η Επιτροπή Εποικισμού τους έδωσε μερικά ζώα, δάνειο, χωράφια και το οικόπεδο στην οδό Τραπεζούντας όπου έκτισαν το σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι ζούσαμε μαζί με τις αδελφές μου, την Εύα η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον Παναγιώτη Εξαδάκτυλο και τη Βασιλική που παντρεύτηκε τον Ιάκωβο Παπαδόπουλο. Τα χωράφια όπου καλλιεργούσαν σιτάρι, βρώμη κ.α., δεν ήταν παραγωγικά τότε, αργότερα με τα λιπάσματα απέδιδαν καλά.

Δίπλα στο πατρικό μου το 1954 – 55 με πάρα πολύ κόπο έκτισα αυτό το πέτρινο σπίτι σε δυο φάσεις, το σαλόνι και την κουζινίτσα πρώτα και την επόμενη χρονιά τα δυο δωμάτια. Τη δεκαετία του ‘50 στο Ωραιόκαστρο κτίστηκαν πολλά πέτρινα σπίτια με μαστόρια από την περιοχή της Κοζάνης κυρίως.

 

Τι θυμάστε κ. Στέλιο από τα παιδικά σας χρόνια;

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Πήγαινα στο σχολείο του Ωραιοκάστρου, που είχε δύο αίθουσες. Δασκάλους είχα το Ζάχο και την Πόλα. Το 1940 έγινε ο πόλεμος οπότε δεν τελείωσα το Δημοτικό. Τα χρόνια της κατοχής ήταν ακόμη πιο δύσκολα.

Το 1942 – 43 οι Γερμανοί έκαναν έργα στην Συμμαχική οδό, εδώ στον κάμπο του Ωραιοκάστρου. Στα δεξιά και αριστερά του δρόμου άνοιγαν χαντάκια για να έχουν δίοδο τα νερά.

Μια παρέα, παιδιά 12 – 13 χρονών με κοντά παντελόνια, ήμασταν, εγώ, ο Παύλος Πολυχρονίδης, ο Αδάμ Τσακαλίδης του Ηρακλή, πήγαμε και ζητήσαμε δουλειά. Ο εργοδηγός όταν μας είδε απόρησε: Τι θα μπορέσετε να προσφέρετε εσείς; Μας ανέθεσε όμως να σκάψουμε δέκα μέτρα δίνοντας τις απαραίτητες οδηγίες του, ξεκινήσαμε λοιπόν και σε δύο ώρες είχαμε τελειώσει. Ο εργοδηγός έμεινε ευχαριστημένος και μας έδωσε και άλλη δουλειά. Είχαν συσσίτιο και τρώγαμε εκεί, αξέχαστη θα μου μείνει, εκτός των άλλων φαγητών η φάβα. Βέβαια μας έδειναν και χρήματα.

Οι Γερμανοί είχαν καλές σχέσεις με τους κατοίκους. Είχαν ομάδα ποδοσφαίρου και έπαιζαν μαζί με τους: Γιώργο Δημητριάδη (Γιουρίκα), τον Θόδωρο τον τσαγκάρη τον άνδρα της Σοφίας Παπαδοπούλου από την Αθήνα, το Νίκο Νικολαϊδη, το Γιώργο Περπερίδη, τερματοφύλακα είχαμε το Γιώργο Σωτηριάδη. Οι Γερμανοί είχαν και έναν αθλητή μεγάλης Γερμανικής ομάδας. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει κάποια σπίτια, όπως του Ζαραφείδη διώροφο (στην Κομνηνών), τη βίλα Τσίτση, ήταν το στρατηγείο τους στην οδό Μελισσοχωρίου και άλλα όπως το σπίτι του Γιώργου Πολυχρονίδη στην Ασπρόβρυση (Μπατέϊκα).

Όταν έφυγαν οι Γερμανοί ήρθε η ΕΛΑΣ στο οικόπεδο Ανδρεάδη, είχαν μαζί τους και άλογα. Μια μέρα τυχαία περνούσαμε εγώ με τον Αλέκο Χριστοδουλίδη, το Γιώργο Γεωργιάδη και ο ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ ζήτησε να μάθει που έχει φούρνο. Τότε υπήρχε ο φούρνος του Κυριάκου Κυριακίδη και του Σπύρου Εξαδάκτυλου. Ζητήσαμε τσουβάλια για να βάλουμε άχυρα και χόρτα για τα άλογα. Κάποια άλλη φορά, σ’ ένα στενάκι της οδού Κομνηνών στο πρόσταγμα Αλτ! δεν υπακούσαμε, Είδαν ότι είμαστε παιδιά μα μας πιάσανε και με τη μεσολάβηση του Γιάννη Σωτηριάδη αφεθήκαμε ελεύθεροι.

Στέλιος Παπαδόπουλος και Ελένη

 

 

Η συμμετοχή σας στα κοινά πολιτιστικά του χωριού;

Ήμουν στο διοικητικό Συμβούλιο του «Κεραυνού». Ο ίδιος δεν έπαιξα ποδόσφαιρο αλλά ήμουν πολύ κοντά στην ομάδα ποδοσφαίρου. Θυμάμαι ανεβάσαμε σαν σύλλογος το θεατρικό έργο το «Στραβόξυλο», του Ψαθά με σκηνοθέτη τον Κυριακίδη. Υποβολέα είχαμε τον Νικηφόρο Χαραλαμπίδη. Συμμετείχαν πολλοί μεταξύ αυτών ο Δαμιανός Βαμβακίδης, η Χρυσούλα Εξαδακτύλου, ο Γιώργος Ξανθόπουλος, Ιωαννίδης Αναστάσιος, Ιωάννης Ιακωβίδης, Κυριακή Πολυχρονίδου, Ερμιόνη Εξαδακτύλου, Κική Χρηματοπούλου, Γιώργος Τομπάζης, Λάκης Σωτηριάδης, Γιάννης Τσακαλίδης, Νεόφυτος Ιορδανίδης.

Τα γλέντια της νεολαίας του Ωραιοκάστρου ήταν διαφορετικά. Γλεντούσαμε με λύρα από τον Σπυρίκο Ρωμανίδη, το Μιχάλη Μαυρόπουλο, το Βασίλη Νικολαϊδη, είχαμε και το Χαράλαμπο Παυλίδη (Λάμπο) με το κλαρίνο. Οργανώναμε τα γλέντια με το τίποτε, αλλά και σε ονομαστικές γιορτές, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα σε σπίτια, σε αυλές των σπιτιών, στην αυλή του δημοτικού σχολείου.

Στο σημείο αυτό ρωτήσαμε την κ. Ελένη να μας πει τι θυμάται από τη δική της οικογένεια.

– Ήρθαμε το 1939 από τη Ρωσία. Μας φιλοξενούσε ο θείος μου Γιώργος Πολυχρονίδης, με τους γονείς μου και τις αδελφές μου (Παναϊλα) Παναγιώτα που αργότερα παντρεύτηκε με το Γιώργο Παπαδόπουλο (τον Τραμτζή) και την Όλγα που παντρεύτηκε το Δημήτρη Φουντουκίδη.

Θυμάμαι κι εγώ που οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι του θείου μου και ζητούσαν από τη θεία μου πολλές φορές να τους φτιάξει κάτι να φάνε, όπως αυγά. Στη βίλα Τσίτση μάλιστα, είχαν ανοίξει υπόγεια δίοδο για να έχουν πρόσβαση στο καταφύγιό τους, ακριβώς απέναντι στο οικόπεδο Πατσάκωφ (οδό Μελισσοχωρίου και Κομνηνών). Θυμάμαι μάλιστα έντονα ότι δε μπορούσαμε να πηγαίνουμε όπου θέλουμε γιατί οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες!

Στην περιοχή υπήρχαν τούρκικα σπίτια που κατοικήθηκαν από κτηνοτρόφους από το Μεγάλο Λιβάδι, ήταν τα χειμαδιά. Υπήρξε δε και γούρνα όπου πότιζαν τα ζώα τους.

 

Σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού τις μέρες Χριστουγέννων, του Πάσχα, του γάμου, της βάπτισης, τι θυμάστε κ. Ελένη;

Οι γυναίκες, όπως είπε και ο Στέλιος, είχαν την ευθύνη του σπιτιού. Έπρεπε να ετοιμάσουν τη μακαρίνα, το πλιγούρι (βράζαμε και στεγνώναμε το σιτάρι και το πηγαίναμε στο μύλο του κυρ Θανάση του Κοτσώνη). Τα βράδια κάναμε τα παρακάθια, όπου με λάμπες πετρελαίου πλέκαμε τη φανέλα του στρατιώτη, ράβαμε, κεντούσαμε, ετοιμάζαμε τις προίκες των κοριτσιών.

Χριστούγεννα, Πάσχα και άλλες γιορτές μαγειρεύαμε κάπως καλά φαγητά με κρέας. Κάναμε τσουρέκια, γλυκά, τυλιγάδι και άλλα. Τα φαγητά που μαγειρεύαμε τις καθημερινές ήταν τανομένος σορβάς, λάχανα με τα φασουλάκια, κολοκύθι στιβαχτόν, γαλακτοκολόκυθον, εβριστέ πλιγουρένιο πιλάφι, φασόλια με κορκότον σορβάν, μακαρίνα και άλλα.

Στο γάμο καλούσαμε όλο το χωριό με προσκλήσεις ή προφορικά. Μεταφέραμε την προίκα της νύφης από το πατρικό της στο καινούργιο σπίτι της. Επίναμε το κατσαγκέλ στα συγγενικά σπίτια. Το γλέντι του γάμου κρατούσε τρεις μέρες. Ο κουμπάρος με το γαμπρό και τους συγγενείς ερχόταν να πάρει τη νύφη. Του πρόσφεραν την κότα στολισμένη ανάλογα. Έπρεπε για να πάρει τη νύφη να δώσει χρήματα στις φίλες της νύφης. Όλοι μαζί έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία με χορό και τραγούδι, μπροστά από τη νύφη και το γαμπρό.

Στη βάπτιση, η μητέρα του παιδιού δεν πήγαινε στην εκκλησία και περίμενε στο σπίτι, όπου έρχονταν μικρά παιδιά της έλεγαν το όνομα που έδωσε ο νονός στο παιδί της και ο πρώτος έπαιρνε το μεγαλύτερο ποσό (μπαξίς).

Χριστούγεννα λέγαμε τα κάλαντα, αλλά τότε δεν είχαν να μας δώσουν ούτε χρήματα και ιδιαίτερα φρούτα ξηρούς καρπούς. Θυμάμαι, μας λέει ο κ. Στέλιος, είπα τα κάλαντα σ’ ένα συμπατριώτη του πατέρα μου από το Χατς, το Χρήστο Νεοφυτίδη, ο οποίος δεν είχε να μου δώσει τίποτε και μου έδωσε δυο κουταλάκια ζάχαρη.

Το Πάσχα βγαίναμε στους δρόμους για «Χριστός Ανέστη» και σε κάθε σταυροδρόμι έβλεπες παρέες παιδιών να τσουγκρίζουν αυγά. Τα αυγά που κέρδιζαν, γιατί όποιος έσπαγε το αυγό του άλλου το έπαιρνε, τα πήγαινε σε κάποια από τα καφενεία και έπαιρνε χρήματα.

Ο κ.Στέλιος στο δρόμο για την εκκλησία

 

 

Κύριε Στέλιο που παντρευτήκατε με την κυρία Ελένη και τι δουλειά κάνατε;

Παντρευτήκαμε το 1950 στον Άγιο Αθανάσιο του Παλαιοκάστρου και αποκτήσαμε δυο παιδιά, τον Κώστα και το Μπάμπη. Έχουμε τέσσερα εγγόνια, δυο κορίτσια και δυο αγόρια, το Στέλιο και την Ελένη του Κώστα, το Στέλιο και την Ελένη του Μπάμπη.

Στη ζωή μου δούλεψα πολύ. Έκανα πολλές δουλειές, ήμουν μανάβης, γαλατάς, εργάτης, αγρότης. Αργότερα έβγαλα δίπλωμα οδηγού και δούλεψα στου Δαμήγου στην εταιρία ΚΗΜ. Έπειτα πήρα το περίπτερο του Κελεσίδη στην οδό Δημοκρατίας και Κομνηνών. Αργότερα βοήθησα το γιο μου το Μπάμπη ν’ ανοίξει ψησταριά στο ίδιο σημείο περίπου που είναι και σήμερα. Όταν πήρα τη σύνταξη βοηθούσα τα παιδιά μου στις δουλειές τους.

Στον Αγροτικό Συνεταιρισμό είχαν δύο τρακτέρ και μαζί με το Στέλιο Ακριτίδη οργώναμε και σπέρναμε για λογαριασμό του συνεταιρισμού τα χωράφια των κατοίκων.

Από τα μαγαζιά του Ωραιοκάστρου θυμάμαι τα μπακάλικα του Κώστα Τομπάζη, του Ζαφειρίδη, του Κώστα Χαραβόπουλου, του Στέλιου Κυριακίδη, του Παναγιώτη Γρηγοριάδη και αργότερα του Αχιλλέα Γεωργιάδη και του Μιχάλη Ματσουκατίδη.

Περίπτερα ήταν του Κελεσίδη, του Κοσμά Χαραλαμπίδη (Δημοκρατίας και Κομνηνών) στην πλατεία της κοινότητας του Δημήτρη Χολετσίδη ανάπηρου πολέμου, την άδεια του οποίου πήρε αργότερα ο Πέτρος Τσαμεσίδης.

Με τη χαρά και την ευχαρίστηση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα του κ. Στέλιου και της κ. Ελένης μας αποχαιρέτησαν για την τιμή που τους έγινε.

Άλλη μια φορά ταξίδεψα στους δρόμους, στα χωράφια, στις μυρωδιές, τα ακούσματα της λύρας και του κλαρίνου του παλιού Ωραιοκάστρου!

Επιμέλεια: Θεοδώρα Μοσχοπούλου