Ο κ. Παύλος Πολυχρονίδης θυμάται…

Παύλος Πολυχρονίδης

Tα χρόνια τότε ήταν διαφορετικά, δύσκολα αλλά είχαν άλλη γεύση, άλλη χάρη άλλο χρώμα, άλλους ήχους, λέει ο κ. Παύλος Πολυχρονίδης του Αναστασίου και της Ευμορφίλης, που γεννήθηκε και ζει στο Ωραιόκαστρο, παιδί δεύτερης γενιάς προσφύγων από τον Πόντο.

Στην ερώτησή μου από πού ήρθαν οι γονείς του, ο κ. Παύλος μας απαντά:

Ο πατέρας μου με την οικογένειά του ήρθαν στο Ωραιόκαστρο το 1922 από το Χατς του Πόντου. Η μητέρα μου Ευμορφίλη Χριστοδουλίδου ήταν από την Τσιμερά του Πόντου. Ήρθαν στο Ωραιόκαστρο γιατί νωρίτερα ήρθαν στο Παλαιόκαστρο ο παππούς Ιορδάνης με τη γιαγιά Μορέσα Χριστοδουλίδη. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Ωραιόκαστρο, στην κεντρική πλατεία του σημερινού Δημαρχείου, δίπλα σε οικογένειες που είχαν έρθει από τον Καύκασο της Τουρκίας. Το σπίτι που μέναμε, εκεί γεννήθηκα εγώ, δεν είχε καλή κατασκευή και πήγαμε δίπλα στον παππού Ιορδάνη στην οδό Αλεξ. Υψηλάντη δίπλα στο οικόπεδο του παππά Χρυσόστομου Σιδηρόπουλου. Αργότερα ακριβώς δίπλα στου παππού έχτισε ο πατέρας μου σπίτι, όπου πολύ αργότερα φύτεψαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα.

Ο παππούς μου ο Παύλος πήγε στο Τουρκικό Πανεπιστήμιο στην Ιατρική. Αυτό που είχε  μάθει καλά ήταν τα εμβόλια και  γι’ αυτό  τον έλεγαν ο Παύλον ο κοτσακευτής. Έκανε τρεις γάμους. Ο πατέρας μου είχε αδέρφια την Παναγιώτα, με τον άντρα της οποίας είχε στον Πόντο φούρνο και μπακάλικο. Τα άφησε όλα όταν έφυγε. Στο ταξίδι για την Ελλάδα έχασαν και ένα αγόρι. Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα γιατί πέθανε εκεί. Αδερφός του πατέρα μου ήταν ο Δαμιανός, που διατηρούσε στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης εστιατόριο. Με την μητέρα μου τον επισκεπτόμασταν συχνά. Κατεβαίναμε με τα πόδια μέχρι την παραλία της Θεσσαλονίκης και από εκεί παίρναμε το τραμ για το Ντεπό. Τα καλοκαίρια ερχόταν κι αυτός να απολαύσει την ομορφιά του χωριού μας αλλά και να δει τη μητέρα μου.

Τ’ αδέρφια της μητέρας μου ήταν ο Γιώργος Χριστοδουλίδης (είχε το εξοχικό κέντρο Κρυονέρι) και η Δέσποινα (Ποινή) , γυναίκα του Θεμιστοκλή Τσακαλίδη ο οποίος υπήρξε ο πρώτος γραμματέας της κοινότητας Ωραιοκάστρου.

Τα αδέρφια μου ήταν η Ελένη που παντρεύτηκε το Δημήτρη Αναστασιάδη, η Παναγιώτα (Παναϊλα) το Δημήτρη Ιωαννίδη, ο Πολυχρόνης την Αναστασία Αλεξιάδου, ο Αλέξανδρος την Ελευθερία Αναστασιάδου.

Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος και παντρεύτηκα το 1958 την Παρθένα Τσακαλίδου, κόρη του Παναγιώτη (Πανίκα). Τηρώντας τα έθιμα κάναμε να φτάσουμε από το σπίτι στην εκκλησία τέσσερις ώρες, με λυράρη το Γώγο Πετρίδη. Η μητέρα μου δε, στο διάστημα αυτό, είχε να φροντίσει και τα ζώα, άφησε το γάμο τελείωσε με τα ζώα και επέστρεψε πάλι στο γάμο! Τα χρόνια τότε ήταν διαφορετικά, δύσκολα.

Με τη γυναίκα μου είχαμε την χαρά να ζήσουμε τα πενήντα χρόνια του γάμου μας. Το γλέντι το οργάνωσαν τα παιδιά μας Ανέστης και Φιλιώ, με καλεσμένους τους ίδιους καλεσμένους του γάμου μας. Τους ευχαριστούμε γι αυτή τη χαρά που μας έδωσαν.

Ασχολίες.    Ένωση Ποντίων Ωραιοκάστρου και Φίλων

Ο πατέρας μου ασχολούνταν με το εμπόριο, ήταν μανάβης. Διαλαλούσε τα λαχανικά του κι ας ήταν μόνος του πάνω στο κάρο. Φώναζε: «Ήρθε και η Ελένη που δεν είχε χτένι! Σιγά-σιγά όλοι θα πάρετε! Ήρθε κι η Μαρίκα που δεν έχει προίκα!» Πέρα από τη μαναβική ασχολούμασταν και με τη γεωργία. Καλλιεργούσαμε σιτάρι, καλαμπόκι, σουσάμι, καπνά (κάποιες χρονιές υποχρεωθήκαμε να τα κάψουμε στον αλωνότοπο). Είχαμε και τις διπλές καλλιέργειες, ώστε το χωράφι την επόμενη χρονιά να έχει καλύτερη απόδοση. Στο οικόπεδο του παππού μου, στην Υψηλάντου, είχαμε αλώνι όπου αλωνίζαμε με τα άλογα, με το τουκάν. Είχαμε και ζώα. Με το γάλα τους μας μεγάλωσε η μητέρα μου.

Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου έπρεπε να δουλεύουμε ακόμη και σε μεροκάματο, σε χωράφια άλλων συγχωριανών. Θυμάμαι μαζί με τη μητέρα μου και τη γιαγιά σου, Ευδοκία Τογκαλίδου, και την κόρη της πηγαίναμε στο μάζεμα σουσαμιών, πολύ δύσκολα χρόνια! Πόσο άξια ήταν η μητέρα μου, η Ευδοκία Τογκαλίδου και άλλες γυναίκες στα δύσκολα χρόνια της κατοχής! Έμειναν μόνες να φροντίζουν τις οικογένειές τους, ήταν ακούραστες!

Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του χωριού δούλευαν και φρόντιζαν τα οικόπεδα του «αστικού» συνοικισμού. Ονομάστηκε «αστικός» συνοικισμός από την κοινότητα του Ωραιοκάστρου γιατί τα οικόπεδα αυτά δε δόθηκαν από την επιτροπή Επικοισμού γιατί οι ιδιοκτήτες τους ήταν αστοί. Αυτά ήταν στην οδό Θεσσαλονίκης του Γρηγοριάδη, του Ανδρεάδη του χειρουργού, του Πλακίδα, του Χαριτάντη του Δρυμούλα, του γιατρού Χαριτάντη στην οδό Μελισσοχωρίου, του Μουμτζή με τους καφέδες. Είχαν δικαίωμα να πάρουν από ένα στρέμμα αλλά δήλωσαν περισσότερα άτομα στην οικογένεια κι έτσι πήραν μεγαλύτερη έκταση. Λόγω του ότι ήταν πλαγιά βουνού στην περιοχή μπόρεσαν να έχουν δεξαμενές με νερό και αργότερα πισίνες.

Ο πατέρας μου πέθανε στην απελευθέρωση το 1945, από βαρύ κρύωμα, δεν υπήρχαν φάρμακα τότε…

Εγώ, εκτός από τις γεωργικές ασχολίες, ήμουν και οδηγός στο ΑΓΝΟ, είχα βοηθό μου το Γιώργο Τσαραμπουλίδη. Δύσκολη δουλειά, τις νύχτες έπρεπε να φροντίζω την ψύξη, για να μπορώ τη μέρα να μεταφέρω τα παγωτά και τα άλλα προϊόντα.

Έπειτα δούλεψα ως προσωπικός οδηγός στου Γρηγοριάδη, στα Εκπαιδευτήρια, όπου καθημερινά έπαιρνα αργότερα και τα παιδιά μου, Ανέστη και Φιλιώ. Έτσι μπόρεσαν να τελειώσουν το Αμερικάνικο κολέγιο.

Αργότερα πήρα δάνειο και πήρα τρακτέρ και ανέλαβα και τα χωράφια του πεθερού μου του Πανίκα Τσακαλίδη που συνεργαζόταν με το Γεωργίτσα το Μπάτο, ο οποίος είχε κομπίνα. Τα αγόρια του πεθερού μου καθώς και η κόρη του Χρυσούλα δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τη γεωργία γιατί ο Βασίλης ήταν γιατρός, από τους πρώτους του Ωραιοκάστρου και ο Δαμιανός ήταν προϊστάμενος στον ΟΤΕ.

Μαζί με τ’ αδέλφια μου, τον Αλέκο και τον Πόλυ αγοράσαμε δυο μεγάλα τρακτέρ, μια κομπίνα μεγάλη με συλό και συνεργαστήκαμε με το Γεωργίτσα το Μπάτο. Κάναμε τότε γερό και μεγάλο συγκρότημα. Μεταφέραμε το σιτάρι στις αποθήκες των κατοίκων και παίρναμε την αμοιβή μας σε σιτάρι. Με συγκίνηση θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά και τον όγκο του σιταριού, του κριθαριού ν’ αδειάζει στις αποθήκες των παραγωγών! Ήταν ευλογία Θεού!

Το 1984 έφυγα με τη γυναίκα μου στη Γερμανία για να βοηθήσω τα παιδιά μου να σπουδάσουν εκεί. Ο Ανέστης πήρε το πτυχίο του Μηχανικού χωροταξίας και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Μήτσιου και απέκτησαν ένα αγόρι και δυο κορίτσια. Η Φιλιώ παντρεύτηκε τον Ευρυσθένη Καλαντίδη και έχουν δυο παιδιά.

Σχολείο πήγα στο παλιό του Ωραιοκάστρου, που είχε τρεις αίθουσες. Δασκάλα είχα την Πόλα που παντρεύτηκε το Ζάχο. Αξέχαστη θα μου μείνει η εκδρομή, με τους δασκάλους μας, στη Μεθώνη με το τρένο. Αξέχαστες θα μου μείνουν και οι γιορτές με χορό στην αυλή του σχολείου, η γιορτή του Αη Γιαννιού που πηδούσαμε τις φωτιές, τα πανηγύρια το Δεκαπενταύγουστο.

Γερμανική κατοχή

Όταν πήγαινα στην τελευταία του Δημοτικού έγινε ο πόλεμος, ήρθαν οι Γερμανοί κι έπειτα οι Εγγλέζοι.

Οι Γερμανοί, είχαν καλή σχέση με τους κατοίκους, όταν ήρθαν με τα άρματα μάχης τα έκρυβαν κάτω από τα δέντρα. Επίταξαν τις βίλες του «αστικού» συνοικισμού και περιέφραξαν όλο το τετράγωνο. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής κυκλοφορούσαν με κάρτα.

Με το βομβαρδισμό έπεσαν Εγγλέζοι στρατιώτες, όπου οι κάτοικοι τους έκρυψαν στη ρεματιά κάπου κοντά στο φυλάκιο (κουκούλ τεπέ). Έτσι οι Γερμανοί δε μπόρεσαν να τους βρουν.

Με την αποχώρηση των Γερμανών για τη γραμμή του Ολύμπου από το δρόμο του Παλαιοκάστρου, άφησαν στις αποθήκες και στο σχολείο από τρόφιμα, κονσέρβες γαλέτες μέχρι ρουχισμό και έπιπλα. Κάποιοι κάτοικοι ωφελήθηκαν από αυτό.

Συγκοινωνίες και πως εξελίχθηκαν

Μετά τα γαϊδουράκια και τα κάρα έχουμε τα δεκαθέσια και δωδεκαθέσια λεωφορεία. Ιδιοκτήτες ήταν ο Σαπρής Δημητριάδης και οδηγός ο Μιχάλης Ευθυμιάδης, ο Γιάννης Κασιμίδης οδηγός με ιδιοκτήτες το Δήμο και την Ελένη Παυλίδου που ήταν και σταθμαρχίνα.

Ήταν λίγα τα δρομολόγια την εβδομάδα. Εγώ έκοβα τα εισιτήρια, βοηθούσα να τακτοποιηθούν τα εμπορεύματα και έπειτα έκανα άλλες δουλειές επειδή δεν ακολουθούσα το λεωφορείο. Αργότερα στους ανάπηρους πολέμου έδιναν άδεια λεωφορείου.

Το 1956-58 αγοράσαμε μισό λεωφορείο που ανήκε στο 39ο ΚΤΕΛ Ν. Θεσσαλονίκης.

Υπήρχαν τέσσερις ομάδες, εμείς είμαστε στην ομάδα του Λαγκαδά. Στο λεωφορείο οδηγός ήταν ο αδερφός μου ο Πολυχρόνης.

Αργότερα οι ανάγκες άλλαξαν και οι συγκοινωνίες χωρίστηκαν σε ημιαστικές και αστικές. Οι καρότσες αύξησαν τις θέσεις τους. Τα λεωφορεία της γραμμής ανήκαν πλέον στο 54ο ΚΤΕΛ Ν. Θεσσαλονίκης. Στο ΚΤΕΛ αυτό λεωφορεία από το Ωραιόκαστρο ήταν επτά του Γιάννη Κασιμίδη (Κιαμήλ), του Κώστα Μοσχοβόπουλου (Μοσκώφ), του Γιάννη Σωτηριάδη (Παπανδρέου), του Σίμου Μπάτου με οδηγό το Δημήτρη(Τούσια) Μπάτο, του Δημήτρη (Μήτρου) Μπάτου, του Πασχάλη Μπάτου, των αδελφών Πολυχρονίδη με οδηγό τον Πόλυ.

Το 1980 τα λεωφορεία του Ωραιοκάστρου εντάχθηκαν στον Ο. Α. Σ. Θ.  Τα δρομολόγια αυξήθηκαν και το τέρμα πήγε στο Παλαιόκαστρο, ενώ μέχρι τότε το τέρμα ήταν στην πλατεία του Δημαρχείου.

-Κύριε Παύλε ποια μαγαζιά του Ωραιοκάστρου θυμάστε;

Από Καφενεία ήταν: του παππά που το είχε ο θείος μου ο Γιώργος, το καλοκαίρι λειτουργούσε το καφενείο «Κρυονέρι», απέναντι ήταν του Γιώργου του Χαραβόπουλου, πατέρα του Πυθαγόρα. Άλλα καφενεία ήταν του «Λεωνίδα» στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, το καφενείο του Δημήτρη Δημητριάδη, αργότερα το πήρε ο Θεόδωρος Μισαίλίδης, το καφενείο της πλατείας της Κοινότητας του Νικόλα Τσαφαρίδη.

Φούρνο στο Ωραιόκαστρο είχαν ο Σπύρος Εξαδάκτυλος, ο Νικόλας Κυριακίδης και ο Αχιλλέας Γεωργιάδης.

Αρτεργάτες ήταν ο Λάμπον Ανδρονικίδης, ο Ανέστης Νικολαίδης, ο Νικόλας Ξυνόπουλος, ο Σπύρος Σιδηρόπουλος, ο Ανδρέας και Περικλής Σιταρίδης, ο Δήμος Κεσσόπουλος, ο Βάνιας Γεωργιάδης, ο Νικόλαος Κυριακίδης, ο Κυριάκος Κυριακίδης, ο Γεωργιάδης ο γιος του Θωμόγλη και πολλοί άλλοι. Οι περισσότεροι δούλεψαν στη Θεσσαλονίκη.

Κρεοπωλεία είχαν τότε ο Ρόδος Ιορδανίδης, Κομνηνών με Δημοκρατίας, ο Χρήστος Ιορδανίδης, ο Νικόλας Τουσκοφίδης, ο Αλέξης Παπαδόπουλος. Έσφαζαν ζώα και έκαναν διανομή στα μαγαζιά ακόμη και της Θεσσαλονίκης.

Ζαχαροπλαστεία: Μοναδικό ήταν του Στέλιου του Παπαδόπουλου, δίπλα στο φούρνο του Κυριάκου Κυριακίδη στη Λεωφόρο Δημοκρατίας.

Περίπτερα ήταν στη γωνία Κομνηνών και Δημοκρατίας του Γρηγόρη Κελεσίδη. Στην ακριβώς απέναντι γωνία στου Χαραλαμπίδη ήταν ένας πλανόδιος τσαγκάρης που έφερνε εφημερίδες και διάφορα άλλα. Στην πλατεία της Κοινότητας ήταν το περίπτερο του Χολετσίδη Δημήτρη.

Αμπελώνες είχαν ο Τσαραμπουλίδης, ο Σπύρος Εξαδάκτυλος, η οικογένεια Κυριακίδη, ο Γέρος Τριανταφυλλίδης πατέρας του Χρήστου Τριανταφυλλίδη, ο Γρηγόρης Νικολαϊδης.

Ο κ. Παύλος τέλειωσε την αφήγησή του χαρούμενος και συγκινημένος από το ταξίδι των αναμνήσεων μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Μας ευχαρίστησε για το ταξίδι αυτό που του προσφέραμε αλλά και για την τιμή που του κάναμε με το να είναι αυτός, αυτή τη φορά, που μας έδωσε πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, τις ασχολίες των κατοίκων, την εξέλιξη και την ανάπτυξη του ωραίου μας παλιού χωριού, του Ωραιόκαστρου. Μας υποσχέθηκε ότι όποτε τον χρειαστούμε θα είναι στη διάθεσή μας.

Κι εμείς τον ευχαριστούμε θερμά και του ευχόμαστε να είναι γερός, δυνατός κι ευτυχισμένος με την οικογένειά του.

Παρουσίαση: Θεοδώρα Γ. Μοσχοπούλου