Ο Γιώργος Κοσμίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη το 1952. Ξεκίνησε αυτοδίδακτος στη ζωγραφική. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο «Ελληνικό Κολέγιο» Θεσσαλονίκης, συνάντησε τον καθηγητή του μαθήματος των «τεχνικών» κ. Παρούτη Δημήτριο που τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι ανήκει στο χώρο της τέχνης.
Έλαβε μέρος σε εκθέσεις και έργα του παρουσιάστηκαν σε διάφορες γκαλερί. Έργα του φτιαγμένα από «άχρηστα υλικά» εκτέθηκαν στο Μύλο με θέμα τα «Καράβια». Τα τελευταία χρόνια ζει και δημιουργεί στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης.
Το χαρακτηριστικό των ανθρώπων που ενδιατρίβουν στην τέχνη, είναι η αιώνια νεότητα. Οι άνθρωποι της τέχνης είναι αιώνια παιδιά. Και το παιδί βιώνει την ελευθερία του παίζοντας. Από τα πρώτα λόγια του καλλιτέχνη Γιώργου Κοσμίδη, διαφαίνεται αυτή η «παιδική» και ταυτόχρονα «παιγνιώδης» σχέση. Γράφει για την ακόρεστη επιθυμία του για ελευθερία και παιγνίδι.
Μιλά ακόμη για κείνο το «ιερό δαιμόνιο» που καταλαμβάνει του ανθρώπους της τέχνης. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που χρησιμοποιεί αυτόν τον παράδοξο, τον «δαιμονικό» προσδιορισμό. Ας θυμηθούμε ότι, όταν οι αρχαίοι έκαναν λόγο για τους δαίμονες, εννοούσαν εκτός των άλλων και εκείνους που η μεγαλοσύνη τους, τους έφερνε κοντά στους Θεούς. Η δύναμη που κάνει τον άνθρωπο καλλιτέχνη, είναι δαιμονική. Είναι αυτή ακριβώς η δύναμη που διανέμει και διαχωρίζει – από το ρήμα «δέομαι», παράγωγο του οποίου είναι και το ουσιαστικό «δαίμων»-.
Βλέποντας κανείς τα έργα του, νοιώθει ότι ο άνθρωπος αυτός έχει έρθει πολύ κοντά – σχεδόν έχει κερδίσει – το «όνειρο», μέσα από τη σχέση του με τη ζεστή δύναμη του λαδιού και το ομιχλώδες χρώμα της ακουαρέλας.
Και το κυριότερο: η σχέση του με τα «άχρηστα υλικά». Πόσοι από εμάς μπορούν να διακρίνουν, μέσα σ’ αυτό που αποκαλούμε «άχρηστο» μια καλλιτεχνική χρήση που οδηγεί σε ύψιστη απόλαυση; Λίγοι! Και ακόμη λιγότεροι από εμάς μπορούν να δημιουργήσουν ένα καλλιτέχνημα, μέσα από το «άχρηστο υλικό». Μπορούμε ωστόσο όλοι μας, να τα απολαύσουμε χάρη στη μετουσίωση που έχουν υποστεί δια χειρός Κοσμίδη. Από αυτά τα ιδιαίτερα καλλιτεχνήματα, μας γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι τίποτα δεν πάει χαμένο και ότι αυτά τα απομεινάρια της ‘’παλιάς εφήμερης δύναμης”, είναι ικανά να μας οδηγήσουν – ιχνηλατώντας τα – στο «όνειρο».
Φως… ενέργεια… δύναμη… δημιουργία… άνθρωπος…
Οδοιπόρος στο δρόμο της τέχνης, πλανήθηκα κι εγώ, ξεκινώντας απ’ την ακόρεστη επιθυμία μου για ελευθερία και παιχνίδι. Ψάχνοντας τον εαυτό μου, τα χέρια μου ακούμπησαν τη ζεστή δύναμη του λαδιού. Πορεύτηκα στους δρόμους του με βάρκα την παλέτα μου, με κουπιά τα πινέλα μου. Βυθίστηκα στη γυαλιστερή του τρυφερότητα, στη σταθερή του άνεση κι αφέθηκα να με παρασύρει το «ιερό δαιμόνιο» της τέχνης στα φωτεινά του μονοπάτια. Το περιπετειώδες ταξίδι μου κάτω από το λαμπερό φως της, με οδήγησε μοιραία στο νερό. Φύση μεταβαλλόμενη, πάλλουσα, δυναμική, με παρέσυρε στη ροή του. Κολύμπησα στα νερά της ακουαρέλας, γλίστρησα στα απαλά της χρώματα, κρύφτηκα εκστασιασμένος στην ομίχλη των χρωμάτων της.
Ένοιωσα να κερδίζω σιγά σιγά το όνειρο να γίνομαι κομμάτι του. Ανάσανα τη φρεσκάδα του, άγγιξα τη δροσιά του, γεύτηκα την αλμυρόγλυκη ζωντάνια του και ταξίδεψα ξανά.
Η γη, τα ζώα, τα φυτά, οι άνθρωποι, φάνηκαν τώρα εμπρός στα μάτια μου διαφορετικά, μεταλλαγμένα, ή καλύτερα, μετουσιωμένα σε κάτι ανώτερο, διαρκές, αιώνιο, πέρα από την καθημερινή τους υπόσταση την υποταγμένη στα «θέλω» και στα «πρέπει»…
Τα «άχρηστα υλικά», απομεινάρια μια παλιάς εφήμερης δύναμης, έσπρωξαν τα μάτια μου και τα χέρια μου να τα μετατρέψω. Αντικείμενα «νεκρά», χρησιμοποιημένα παιγνίδια της κατανάλωσης, που έπαψαν να προσφέρουν άνεση και ευχαρίστηση, αναστήθηκαν ξανά. Δεν ήταν πια παροπλισμένα, έγιναν καράβια καινούργια και δυνατά, σκαριά «γεμάτα», ικανά να αντιμετωπίσουν θαλασσοταραχές, πανιά φτιαγμένα ξανά για θύελλες.
Θαλασσοπόρος μαζί τους κι εγώ, άλλοτε καπετάνιος, κι άλλοτε ναύτης ταπεινός, αγνάντεψα από την πρύμνη τους το «όνειρο». Λησμόνησα την παλιά χρήση τους, φύσηξα μέσα τους για να καταφέρω να τ’ αναδείξω ξανά στα μάτια του Ανθρώπου, ζωντανά και μοναδικά. Σε μια ακτή του ταξιδιού συνάντησα και συμπάθησα υλικά όπως το μέταλλο, το χαλκό και τον μπρούτζο. Χτένισα με τα δάκτυλα τ’ αεράτα μαλλιά τους κι αυτά σαν ανταμοιβή μ’ άφησαν να φυσήξω μέσα στην καρδιά τους. Με βοηθό μου το γυαλί τα έσπρωξα να γνωρίσουν το σκληρό μέταλλο δημιουργώντας αντικείμενα στο χώρο που ιχνηλατούν το «όνειρο».
Αφέθηκα στη ζεστή αγκαλιά της τέχνης. Ένοιωσα ότι με αγάπησε και τη λάτρεψα. Προσπάθησα να την κατανοήσω αλλά και να μεταδώσω τη δύναμή της που μας ανυψώνει, μας κάνει πλάσματα που προσπαθούν να αγγίξουν το Θείο, να γευθούν έστω κι ένα μικρό κομματάκι από το μεγαλείο της γνώσης κι αυτής της απρόβλεπτης περιπέτειας που ακούει στο όνομα «ζωή».