Γιός του Hλία και της Mαλαματούς. Γεννήθηκε στο χωριό Aμπέλια της Tραπεζούντας και έζησε εκεί ως την ηλικία των δέκα πέντε χρονών. Δυστυχώς έχασε τη μητέρα του πολύ νωρίς, και επηρεασμένος από τον θάνατο της μητέρας του ίσως, ή και για μια καλύτερη ζωή έφυγε το 1905 για την Mαριούπολη της Pωσίας.
Eκεί ξενιτεμένος πλέον, και κάτω από δυσμενείς συνθήκες, ζει κάνοντας διάφορα επαγγέλματα.
Tο 1910 και σε ηλικία 20 χρονών επιστρέφει για λίγο στην Tραπεζούντα. Eκεί παντρεύεται την Eιρήνη και επιστρέφει στην Mαριούπολη.
Tο 1914 αποκτάει το πρώτο του παιδί, τον Kώστα και το 1915 πατέρας, σύζυγος, και οικογενειάρχης πια ανοίγει και διατηρεί εκεί ένα ξενοδοχείο με εστιατόρια κάπου ανάμεσα στο 1915 και 1918 ιδρύει και είναι πρόεδρος του ποντιακού συλλόγου Mαριούπολης. Aνήσυχο μυαλό και φλογερός πόντιος. Tο 1918 αποκτά το δεύτερο παιδί την Xρυσούλα (Xρυσή) και το 1920 την Σοφία. Tα χρόνια όμως κύλησαν και τα πρώτα μαύρα σύννεφα άρχισαν να φαίνονται στον ουρανό, καθώς αρχίζουν τα προβλήματα με τους Pώσους. Περίπου το 1922 του παίρνουν με την βία το ξενοδοχείο οι Pώσοι και έτσι κάτω από αυτήν την πίεση, αναγκάζεται να φύγει για τα Θεοδόσια της Kριμαίας, κουβαλώντας μαζί του και άλλες τέσσερις ψυχές.
Tο 1927 έγκυος η γυναίκα του Eιρήνη, κάνει το τέταρτο παιδί τους την Eυγνωσία (Σίτσα) στα Θεοδόσια. Eκείνη την χρονιά ο Kαλούσης συνεταιρίζεται με έναν Pώσο, και με αρκετά χρήματα που πρόλαβε να αποταμιεύσει στην Mαριούπολη, αγοράζουν και κάνουν μαζί ένα εστιατόριο. O ίδιος αγοράζει και ένα οικόπεδο με τέσσερα σπίτια. Oι δουλειές στην Mαριούπολη πήγαιναν καλά, και ελπίζει ότι και στα Θεοδόσια θα προκόψει. Λειτουργώντας το ελληνικό πια εστιατόριο, διατηρεί πολλές επαφές με Έλληνες ναυτικούς, οι οποίοι έρχονταν στην Kριμαία με τα εμπορικά τους πλοία. Διανύουν καλές μέρες, αλλά δυστυχώς και εκεί κάτι δεν πάει καλά. Άρχισαν πάλι οι απειλές, και οι Pώσοι άρχισαν να τους κυνηγάνε και να τους κλέβουν απροκάλυπτα. – Έρθαν και επέραν τα σταυρά άς’ σά γούλας εμουν. Τέσσερα παιδία επέραν τα σταυρά άς σάγούλας εμουν. Tή μάνας ‘ιμ τήν βέραν εσαπούντσανε το δάχτυλον ‘ατς και επέραν ατο! Tή πάπα κι επόρεσαν να παίρν’ ατο! Θα έρχεσαι αύριον σήν αστυνομίαν και θα φέρτς’ ατα, είπαν ατον! – (μαρτυρία της κόρης του Xρυσούλας Nτουσκίδου-Kαλούση).
Oι γνωριμίες που έχει κάνει με τους Έλληνες ναυτικούς θα τον βοηθήσουν -μη αντέχοντας άλλο αυτήν την κατάσταση- να φύγει κρυφά ακόμα και από τον καπετάνιο για την Eλλάδα. -O πάπα εθέλνεν σήν Mόσχα να πάει , η μαμά έλεεν οχι σήν Eλλάδαν θα πάμε, θα ευρίκ’ ς τρόπον και θα πάμε σήν Eλλάδαν. Aέτς πά εποίκεν, εκαλάτσεψεν με τοι ναύτες, έντυσαν ατον ναυτικά, και εσεγκαν ατον αφκά σα αμπάρα σ’έναν τρυπίν απές. Eσέγκαν ατον τσιπ εμπροστά. Aδακά ειπεν ο πάπα θα ευρίκνε ‘μας, έτον ίνας κι άλλο μέ τ’ εκείνον μαζί. Eπίεν εύρεν έναν άλλο τρυπίν και εσέβαν απές. Aέτς ακριβώς έντον, εκατήβαν αφκά οι αστυνομικοί και επήγαν ίσα σό τρυπίν πού εσέγκαν ατς πρώτα! Aφού έφυγαν άς σό λιμάν, κι επέρασαν τον φάρον, οι ναύται εξέγκαν α’τς και επέρα άτς και πήγαν σόν καπετάνιο. Eκείνος είπεν, γυρίστε το πλοίο πίσω να τους παραδώσουμε. Σ’ ατό απάν επερίλαβεν ατόν ο πάπα, δεν ντρέπεσαι, είπεν ατον, τί θα καταλάβεις άν θα μας παραδώσεις, δεν λες πάλι καλά που δεν μας πιάσανε. (μαρτυρία της κόρης του, Xρυσούλας).
Έτσι στις αρχές Δεκεμβρίου του 1930 κατεβαίνει στον Πειραιά και στις αρχές του 1931 έρχεται στη Θεσσαλονίκη, στέλνοντας ταυτόχρονα στην γυναίκα του και στα παιδιά του βίζα για να έρθουν κι αυτά στη Θεσσαλονίκη.
Kάτω από τραγικές συνθήκες και με φοβερές δυσκολίες έρχεται τελικά όλη του η οικογένεια στην Eλλάδα και από το 1931 ζούν στο Ωραιόκαστρο. Σ’ αυτό το ταλαίπωρο και συνάμα ξακουστό Ωραιόκαστρο, το οποίο δημιουργήθηκε και χτίστηκε μετά το 1918-19 επάνω στα πουρνάρια και στις πέτρες, από πόντιους, κυρίως Τραπεζούντιους πρόσφυγες. Σ’αυτόν τον τόπο βρήκε τον παράδεισό του και κόνεψε με την οικογένεια του κι ο Nίκος Kαλούσης.
Tο 1932 στην οδό Tανταλίδου στη Θεσσαλονίκη ανοίγει και διατηρεί ένα μαγειρείο. Tην ίδια χρονιά αποκτά και το πέμπτο του παιδί την Eλένη. Δυστυχώς όλα αυτά τα χρόνια με τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν, αυτός και η οικογένεια του, έχασε και δυο παιδιά σε σχεδόν βρεφική ηλικία.
Tα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν, επιτέλους είναι ήρεμα και η οικογένεια βρίσκει τον ρυθμό της. Έχουν απαλαχθεί “εν μέρει” από την μυρωδιά της προσφυγιάς και κάνουν μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Σ’αυτό συντελεί και το ότι το εστιατόριο δουλεύει καλά.
Πόντιος “πρόσφυγας” ο Nίκος Kαλούσης, “ποντιακό” το εστιατόριο, το προτιμούσαν οι φίλοι και οι πατριώτες. Συζητήσεις στην ποντιακή σχεδόν σε καθημερινή βάση, αστεία και καλαμπούρια με τους φίλους και κάποτε κάποτε και κανένα γλεντάκι με την κεμεντζέ.
Στο άκουσμα όμως της λύρας ο κυρ Nίκος φουντώνει, οι σφυγμοί του ανεβαίνουν, η καρδιά του χοροπηδά και το αίμα τρέχει στις φλέβες του ποτάμι. Έχει περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια, υπέφερε πολλά και στερήθηκε ακόμα περισσότερα. Στερήθηκε ακόμα και το χορό. Aυτός που από την παιδική του ηλικία χόρευε, αυτός που παιδί μικρό χανότανε στους μαχαλάδες της Tραπεζούντας και του χωριού του, όταν άκουγε λύρα, όταν άκουγε γλέντι και ο πατέρας του και οι παππούδες του ήξεραν πού θα τον βρουν.
Eδώ στην Eλλάδα ζεί μια φυσιολογική ζωή και ήδη αρχίζει με τις πρώτες ευκαιρίες, να φανερώνει το ταλέντο του στο χορό. Tο εστιατόριο του γίνεται στέκι από τους λυράρηδες, τους χορευτές και τους μερακλήδες της εποχής και πολλοί πελάτες του ζητούν να χορέψει, να κάνει ένα “τσάκωμα”. Δεν τους το αρνείται, μιας και στο άκουσμα της λύρας διεγείρονται κάποια νευρώνια, τα οποία μάλλον δεν τα έχουμε όλοι εμείς. Eίναι ασυγκράτητος.
H φήμη του εξαπλώνεται και στον ποντιακό χώρο, είναι αναγνωρίσιμος. Φυσικά δεν μπορεί να είναι αμέτοχος και έτσι από ιδρύσεως σχεδόν της Eυξείνου λέσχης είναι μέλος της. Στον ποντιακό χορό και ειδικά στον χορό Σέρρα και πιτσάκ είναι ο καλύτερος. Eίναι πρωτοχορευτής των πρωτοχορευτών.
Την τέχνη του και το ταλέντο του δεν το αμφισβητεί κανείς.
Ο μεγάλος ηθογράφος και συγγραφέας Φίλωνας Κτενίδης συμπράττει και συνεργάζεται με τον Νίκο Καλούση. Μετά το τέλος κάθε θεατρικής παράστασης ακολουθούσε ο χορός Σέρρα. Και δεν ήταν τυχαίο, ότι μόνον ο Καλούσης χόρευε μετά από κάθε παράσταση. Απέδιδε τον χορό Σέρρα και τον χορό Πιτσάκ, όπως μόνον αυτός ήξερε. Ήταν ο δάσκαλος όλων, ήταν αυτός που όλοι ήθελαν να χορέψουν στα αριστερά του, κι ακόμα περισσότεροι θέλανε να τον βλέπουν να χορεύει. Δεν τον εμπόδιζε τίποτε, ούτε το χόρτο, ούτε το τσιμέντο, ούτε το χώμα, ούτε το σανίδι για να πετάξει! Γιατί όταν χόρευε πετούσε! Πετούσε σαν πεταλούδα – ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. – Τα πόδια του δεν πατούσαν κάτω, το σώμα του έτρεμε τόσο έντονα και συνάμα αρμονικά, που νόμιζες πως ήταν, κάθε φορά, το τελευταίο του παραλήρημα. Τα πόδια του χτυπούσαν την γή, στο ‘’πάρτε κά”, τόσο δυνατά και με τέτοιο πάθος, που όποιος και να ήταν ο ‘’εχθρός” του μπροστά, θα το είχε βάλει στα πόδια. Τα χέρια του δε, κάναν κινήσεις σίγουρες, δυνατές και αέρινες. Τόσο αέρινες που ακόμα κι ένα παιδάκι θα μπορούσε να χορέψει δίπλα του χωρίς να κουραστεί. Τόσο δυνατές που θα σ’ έκαναν να σκεφτείς την ώρα που θα σε χτυπήσει. Και τόσο σίγουρες που δεν χωρούσε αμφιβολία γι’ αυτό που κάνει. Και σε κάθε περίπτωση τα χέρια του φανέρωναν το μεγαλείο αυτού του χορού.
Ήταν τόση η ένταση και η ενέργεια, ώστε όταν τελείωνε ο χορός και καταλάγιαζε η σκόνη που σήκωνε, είχες την αίσθηση ότι παρέλασε από μπροστά σου ολόκληρος λόχος πεζικού με βηματισμό.
Χωρίς όμως υπερβολές. Τις περισσότερες φορές έπρεπε να είσαι κοντά του για να μπορέσεις να δεις τις κινήσεις των ποδιών του. Δεν σήκωνε τα πόδια του από το έδαφος για να κάνει τον χορό του ‘’ζωηρό” και να ‘’δείξει” ότι χορεύει. Δεν κουνούσε τους ώμους του τόσο, ώστε να νομίζεις ότι προσπαθεί να τους ξεκολλήσει. Τα χέρια του δεν τα κουνούσε ανεξέλεγκτα και ‘’τεβεκελία”. Δεν είχε ανάγκη τις υπερβολές για να δείξει ότι χορεύει καλά. Δεν χόρευε για να αυτοπροβληθεί. Το έκανε αυθόρμητα στο άκουσμα της λύρας. Ο ήχος και ο ρυθμός του Σέρρα χορού περνούσε μέσα από τις φλέβες του, μεταφέροντας στα κύτταρά του, μηνύματα και εντολές, τις οποίες δεν μπορούσε να ‘’ελέγξει”. Έπρεπε να σηκωθεί και να κάνει αυτό που ο ‘’θεός” τον έστειλε να κάνει. Ακολουθούσε η λύρα αυτόν και αυτός τα κοψίματα της λύρας με τόση ακρίβεια, που νόμιζες πως η μελωδία ήταν διαταγές και εντολές, στους νευρώνες του εγκεφάλου του. Ο λυράρης, κάτω από αυτήν την μυσταγωγία και ιεροτελεστία, μεταφερόταν σε άλλο τόπο και χρόνο, μαζί με τον χορευτή. Και έπρεπε να είναι αλάνθαστος. Ο λυράρης που θα έπαιζε για να χορέψει ο Καλούσης, έπρεπε να ξέρει και να είχε και την ψυχραιμία κάτω από αυτό το φορτίο να ανταπεξέλθει. Και αν πήγαιναν όλα καλά, τότε καταξιωνόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καλούσης χόρευε αρχικά με τον Σταύρη Πετρίδη, αργότερα με τον Γώγο Πετρίδη και ύστερα με τον Παναγιώτη Ασλανίδη στα νιάτα του. Υπήρξαν κι άλλοι λυράρηδες που έπαιξαν με τον Καλούση. Τους προαναφερθέντες όμως τους ‘’προτιμούσε”. Όπως ‘’προτιμούσε” και κάποιους συγκεκριμένους συγχορευτές. Ένας από αυτούς ήταν και ο νέος τότε φοιτητής, Μιχάλης Καραβέλας.
Το έργο και η προσφορά του Νίκου Καλούση στα ποντιακά ‘’πράγματα” πλούσια. Ίσως πολλοί το αγνοούν, αλλά μας έχει αφήσει πάρα πολλά, Σ’ αυτόν χρωστάμε, σε μεγάλο βαθμό, τον τρόπο παρουσίασης ορισμένων χορών και το στυλ κάποιων άλλων. Σ’ αυτόν χρωστάμε την ‘’επαφή” μας με το παρελθόν.
Αυτός ο άνθρωπος μας άφησε βαριά κληρονομιά. Κληρονομιά που την επωμίσθηκαν, δυστυχώς, πολύ λίγοι και προσπάθησαν να την διαδώσουν και να την συνεχίσουν πολύ λιγότεροι.
Άξιοι μαθητές του υπήρξαν οι: Μακεδών Καρασαβίδης, Κυριάκος Σιδηρόπουλος, Κώστας Χαραβόπουλος και Μιχάλης Καραβέλας. Δυστυχώς στις μέρες μας απέμειναν μόνον ο Κώστας Χαραβόπουλος και ο Μιχάλης Καραβέλας, ο οποίος είναι και ο νεώτερος.
Κρίμα που η νεώτερη Ελληνική Ιστορία δεν αναφέρει τίποτα για τον ξεριζωμό και την γενοκτονία των Ποντίων.
Κρίμα και για εμάς, γιατί εάν η ιστορία δεν αναφέρει τίποτα, για την ζωή και τον πολιτισμό μας, εμείς θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάπου, κάτι για τον Νίκο Καλούση.
Δυστυχώς όμως για όλους εμάς, που αυτός ο άνθρωπος έμεινε για είκοσι εννιά χρόνια στην αφάνεια.
Δυστυχώς για όλους εμάς και όταν λέω εμάς εννοώ τους Ωραιοκαστρίτες, που δεν τον θυμηθήκαμε ούτε μία φορά! Δεν τον τιμήσαμε ποτέ, όσο ασήμαντο κι αν ήταν το έργο του. Δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να πούμε στους δικούς του ανθρώπους, έστω και προφορικά, ένα ευχαριστώ! Τι πιο απλό!
Κι όλη αυτή η ευθύνη, βαραίνει πιο πολύ απ’ όλους, το εκάστοτε Διοικητικό Συμβούλιο του Ποντιακού Συλλόγου Ωραιοκάστρου.
Είχαμε και έχουμε ευθύνη και εμείς πρέπει να την αναλάβουμε.
Έχουμε χρέος να υπηρετούμε την παράδοσή μας και έχουμε χρέος να τιμούμε, ειδικά, τους ανθρώπους που ήρθαν από την πατρίδα και μας πρόσφεραν απλόχερα και αγόγγυστα τις γνώσεις τους και τα μυστικά του πολιτισμού μας.
Έχουμε χρέος να τιμήσουμε και να τιμούμε από εδώ και στο εξής την μνήμη και την προσφορά του Νίκου Καλούση, γιατί όπως λένε και οι σοφότεροι, θα μείνουμε ενωμένοι δυνατοί και ζωντανοί σαν λαός μόνον αν δεν ξεχάσουμε τις ρίζες και την ιστορία μας.
Και ο Νίκος Καλούσης είναι μέρος της Ποντιακής Ιστορίας και κληρονομιάς.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΡΙΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ
ΝΙΚΟ ΚΑΛΟΥΣΗ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
πρώην χορευτής – μαθητής του Καλούση
…Χόρευε και όλο το σώμα του είχε κίνηση. Εμείς δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό….δεν συγκρινόταν…
…Άλλη σέρρα χόρευε ο Καλούσης, άλλη ο Καστάν’τς, άλλη χορεύαμε εμείς. Εμείς χορεύαμε την σέρρα του Καλούση, αυτός μας την έμαθε, αλλά όχι όπως εκείνος…
.. Όταν χορεύαμε εμείς κι ερχότανε κι έμπαινε ο Νίκος μπροστά, άλλαζε το βήμα μας …. άλλαζε τον ρυθμό μας.
_______________________
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΒΕΛΑΣ
πρώην χορευτής – μαθητής του Καλούση
…Πρώτη φορά χόρεψα με τον Νίκο τον Καλούση μαζί σέρρα χορό, θέλοντας να μάθω, μέσα στο εστιατόριό του. Ο Ξυμήτς έπαιξε λύρα κι εμείς ξεκινήσαμε τον χορό. Στο πρώτο τσάκωμα εγώ έχασα τον κόσμο….
… Ο μπαρμπα Νικόλας μ’ αυτό γεννήθηκε…
Ο Καλούσης είναι από τους ελάχιστους χορευτές που ήρθαν στην Ελλάδα και χόρευαν το Πιτσάκ οϊ …. Δεν είναι τυχαίο ότι ελάχιστοι χορευτές χόρευαν το Πιτσάκ… και όπως το χόρευε ο Καλούσης. Εγώ το χόρεψα δύο, τρεις φορές με τον Καλούση. Όσες φορές τόλμησα να το χορέψω με άλλον χορευτή δεν τα κατάφερα. Είπα δεν τον χορεύω αυτόν τον χορό, δεν είναι αυτό το πιτσάκ…. Που να χορέψεις αυτό που χόρευε ο Καλούσης…. Δεν μπορούσες ούτε να το προσεγγίσεις….Ο Καλούσης έπαιρνε το μαχαίρι και το κουνούσε και το έφερνε πάνω και γύρω απ’ το κορμί σου και τό ‘φερνε έναν πόντο από την μύτη σου και δεν σ’ ακουμπούσε. Μπορούσε να ‘’ζυγιάσει” την απόσταση και να μην πειράξει κανέναν…
… Χόρευε ο παππούς μέσα στο καφενεδάκι του ανάμεσα στα τραπέζια σαν Νουρέγιεφ και ήταν 73-74 χρονών τότε….
… Το είδα το Πιτσάκ κι από μουσουλμάνους ποντίους, όχι, όχι….
…Ο Καλούσης, ας το πω έτσι, σαν χορευτής πρώτης κλάσης απέδωσε τα πάντα…
…Τότε χαρτοπόντικες κι εμείς, μαζί με τον Σωματαρίδη, ψάχναμε τα γραπτά του Πλάτωνα, του Λυσία, του Ξενοφώντα περιγραφές του Πυρρίχιου κ.τ.λ.
Ανακαλύπτουμε το πως τα πόδια των χορευτών γλύφανε την γη και λέω, ρε συ αν θέλουμε να περιγράψουμε τον μπάρμπα Νικόλα, έτσι δεν θα ‘πρεπε να τον περιγράψουμε; Να ένα στοιχείο ακόμα που συνδέει τον δικό μας με τον αρχαίο πυρρίχιο.
… Αν ήταν ένας ξένος, ένας Εγγλέζος, ένας Σουηδός, κι έβλεπε τον Καλούση να χορεύει, θα ‘λεγε, αυτός ο άνθρωπος πολεμάει με τον αντίπαλο,αυτός ο άνθρωπος δεν προσπαθεί να ‘’παίξει” με βήματα … ξέρεις … αυτό που είπα να ‘’παίξει” με βήματα, δεν θα μπορούσες να μετρήσεις κανένα βήμα του! Εκεί είναι ας το πούμε η μεγαλειώδης απόδοση. Εγώ ζορίστηκα πάρα – πάρα πολύ για να απλοποιήσω κάποια βήματα και να τα κάνω αριθμούς.
…. Αυτό που έβγαζε ο μπάρμπα Νικόλας και εξέπεμπε δεν το είδα πουθενά…
_______________________
ΝΙΚΟΣ ΣΩΜΑΤΑΡΙΔΗΣ
εκπαιδευτικός – πρώην χορευτής
…Για μας ο Καλούσης ήταν ένα είδος ενσάρκωσης θεϊκής για τον χορό αυτό….
….Ο Καλούσης επάνω στον Πυρρίχιο χορό ήταν σημείο αναφοράς. Βεβαίως υπήρχαν κι άλλοι χορευτές, στην Καλαμαριά όπως Φυλτινίδης, όπως ο Πολιτανέτες, αλλά και σε άλλα μέρη, στον Διπόταμο Καβάλας, στα Ούτσενα Πτολεμαΐδας και ωραίοι χορευτές. Του Καλούση όμως αυτό το ξέσπασμα, αυτή η έξαρση, αυτή η μεταρσίωση, αυτή η ολοκληρωμένη, ολοκληρωτική απόδοση και επίδοση στο χορό, δεν παρουσιαζόταν στους άλλους. Είχε αυτό το θείο μένος. Εκείνη την ώρα βρισκόταν εκτός πραγματικού κόσμου και εμείς παίρναμε τα μέτρα μας μην τυχόν και μας επιτεθεί! Μέχρις αυτό το σημείο. Ειδικά όταν κρατούσε την ‘’κάμαν” το μασέρ, και χόρευεν, ελεεν ποίος θα χορεϋ με τ’ εμέν πιτσάκ οϊ; Εκεί πλέον δίναμε τα ρέστα μας, φοβόμασταν γιατί δεν ελέγχονταν πλέον από την λογική, αλλά από το συναίσθημα το Διονυσιακό.
…. Υπάρχουν τώρα ορισμένα παιδιά που χορεύουν πιτσάκ. Τι πιτσάκ χορεύουν; Εάν έβλεπαν τον Καλούση να χορεύει, θα γέμιζαν τα εσώρουχά τους από τον φόβο τους….
….Ο Καλούσης είχε άλλη ανάπτυξη των κινήσεων στα πόδια του, κανένας δεν έκανε τον χορό του. Λίγο ή αρκετά, για να μην του τρώμε το δίκιο του, ο Καραβέλας πήρε κάποια στοιχεία από τον βηματισμό του…
_______________________
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ
Λυράρης – πρώην χορευτής
….Καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι -στο εστιατόριο του Καλούση – κι έπαιζα λύρα. Ο μπάρμπα Νίκος αγαπούσε τα Ποντιακά, και λέει με, παίξον έναν σέρρα. ¨ήθελε να με δοκιμάσει πως παίζω τη σέρρα,…. κι ατός κι επόρεσεν να κάθεται σο σκαμνίν, αμέσως εσκώθεν, κι εκεί τον είδα. Έκανε ένα ‘’σπάσιμο” μόνο, άλλο δεν έκανε, – έχω καρδίαν είπε,-.Αλλά χόρεψε μία σέρρα, σέρρα πατρίδας. Εκεί φάνηκε η τεχνική του, ότι ήταν ένας από τους άριστους. Εγώ είδα πολλούς παππούδες να χορεύουν, αυτός όμως χόρευε, άριστα…. Χόρευε και το πιτσάκ…. καμιά σχέση μ’ αυτά που βλέπουμε σήμερα εδώ…. -Έναν ημέραν έφυεν η κάμαν ας’ σό χέρ, εκεί που εποίνα φιγούραν – είπε με ο παππούς Νίκος, -κι επείεν κι εκαρφώθεν απάν σό σκηνικόν κι ο κόσμον εθάρεσεν φιγούραν έτον-…. Δηλαδή σέ τέτοια έξαρση χορεύανε….
….Από όλους αυτούς τους παλιούς που είδα να χορεύουν ο Καλούσης ξεχώριζε… το στυλ που χόρευε, το ‘’σύρσιμον” τι ποδαρίατ…. Τα πόδια του σαν την κόσα πήγαιναν, το χώμα γινόταν σκόνη, και ήταν νευρώδης στο ‘’σπάσιμό” του…. δίπλα του αν χόρευε κάποιος που ήταν μαλθακός έφευγε απ’ το χέρι του….
….Πολλές φορές που πηγαίναμε εκεί, (εστιατόριο) παίζαμε καθιστικά και μετά ξεκινούσα το ατσαπάτ και τον έβλεπες, εσύρνεν το σκαμνίν ‘ατ μίαν δεξιά, μίαν αριστερά και κάποια στιγμή έλεεν, – άλλο μη παίεις σα μέσαμ κρούει με. Δηλαδή τον κτυπούσε ο ήχος της λύρας στην καρδιά, αμέσως ερχόταν σε έξαρση.
_______________________
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
πρώην χορευτής
….Το 1971 χόρεψα στον Περιστερεώτα με τον παππού, και προσπάθησα να χορέψω μαζί του πιτσάκ. Προσπάθησα! Από τότε είπα ότι είναι πολύ ιερό να χορεύω πιτσάκ. Αυτό το χορό είπα ότι δεν πρέπει να τον αγγίξω, και από τότε σταμάτησα. Ο παππούς πετούσε το μαχαίρι στον αέρα….κάποια στιγμή μου είπε ότι είναι πολύ δύσκολος χορός.
…. Ο παππούς ήταν από τους καλύτερους χορευτές, είχε δικό του σπάσιμο, είχε ένα πέταγμα στα πόδια. …..Ο Μιχάλης ο Καραβέλας πήγε να τον πιάσει, αλλά ο Καλούσης δεν είναι ο Μιχάλης. Είναι ο Μιχάλης, είναι ο Αχιλλέας, είναι ο Κυριάκος… δεν είναι ο Καλούσης….
…..Είχε εκρήξεις, όταν χόρευε ο παππούς είχε εκρήξεις. Μια μέρα χορεύαμε τρυγώνα μέσα στην λέσχη και τα χέρια τα είχαμε επάνω, όπως χορεύουμε το τικ, το διπάτ, και λέει, χορόν εν ατό ντό εφτάτε τα σέρα σουν σκώστε ατά ψηλά, και μπαίνει ο παππούς στον χορό και κάνει μια έκρηξη χορού με τα χέρια ψηλά, κι από τότε καθιερώσαμε την τρυγώνα και με τα χέρια ψηλά….
….Στον γάμο μου, που έγινε στο χωριό ήταν κι ο παππούς ο οποίος έκανε όλα τα έθιμα του γάμου. Το πρωί, στο τετράγωνο του σπιτιού μου, περίπου στα οχτώ στρέμματα τετράγωνο γύρω γύρω, ο παππούς χόρευε κοτσαγγέλ παρασέρνοντας όλον τον κόσμο. Χαιρόσουν να τον βλέπεις να χορεύει παρ’ όλη την ηλικία του.
_______________________
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
Φιλόλογος – Συγγραφέας – Επιτ. Λυκειάρχης
…. Ο μηχανισμός του χορού στον Καλούση ήταν ο αυθορμητισμός, η πίστη ότι αυτός θα είναι ο νικητής….
_______________________