Αναπολώντας …στο χθες, στο σήμερα, στο αύριο

Καθώς ο χρόνος τυλίγει τα πλοκάμια του πάνω μου και με αλλοιώνει μέσα στη φθορά του, ο νους μου απλώνεται στου καιρού τον βαθύ ορίζοντα και θυμάται … Και έχει-είναι αλήθεια-τόσες στιγμές, τόσα πρόσωπα να θυμηθεί.
Ανηφορίζοντας σταθερά τα σκαλοπάτια της όμορφης ζωής, καβαλάρης στο ρωμαλέο της σκέψης μου τ’ άλογο, καλπάζω πίσω στο χρόνο, που αφουγκράζεται σιωπηλός τις έγνοιες του κόσμου κι αναπολώ νοσταλγικά εκείνα που δεν έσβησαν ποτέ μέσα μου κι ούτε θα σβήσουν.

Θα φωσφορίζουν, σαν άστρα απόμακρα, λες, το βεληνεκές της ζωής μου φωτίζοντας μέσα από χρόνια όμορφα, γλυκά και ταυτόχρονα μέσα από χρόνια-πληγές, που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην παιδική μου ψυχή. Γιατί εκείνα τα χρόνια-πληγές τα έβλεπα, τα ένοιωθα να αιμορραγούν, στα πρόσωπα δικών μου αγαπημένων ανθρώπων, σε πρόσωπα προσφιλών γειτόνων και συντοπιτών μου, μα και βαθιά μέσα στη βασανισμένη ψυχή τους.
Θυμάμαι τα πρώτα εκείνα φτωχόσπιτα, τα χτισμένα με λάσπη, που τη ζύμωσε και την έθρεψε εκείνων των ανθρώπων ο ιδρώτας -που, ξεριζωμένοι βάναυσα, βίαια, από το λατρεμένο τους Πόντο, ρίζωσαν και στέριωσαν, με προικιό ελάχιστα φτωχικά υπάρχοντα, αλλά με πλούσια την ψυχή τους, στον άγονο, το στέρφο τόπο, το γεμάτο πουρνάρια κι αγριόχορτα και στήσανε βιος- και πρόκοψαν. Μοχθώντας μέσα στη σιωπή του χρόνου, παλεύοντας μαζί του, πραγματικοί Διγενείς Ακρίτες, χτίσανε καρτερικά τούτο τον πανέμορφο τόπο, το Ωραιόκαστρο_ με μεθοδικότητα, με στόχους, με οράματα, που σπάρθηκαν και κάρπισαν και μεταλαμπαδεύτηκαν επιτυχώς στους απογόνους τους, εργάτες ακούραστους και αντάξιους συνεχιστές του μόχθου και της προόδου των πρώτων Ποντίων προσφύγων που έφυγαν κουρασμένοι από τη ζωή, προδομένοι φορές απ’ τις ελπίδες τους, ταλαίπωροι μέσα στις κακουχίες τους- αφήνοντας όμως πίσω τους έντονο το άρωμα της προσφυγιάς τους, της δημιουργίας τους, για να θυμίζει «ες αεί» τη στιβαρή, την ευεργετική τους παρουσία σε τούτο τον αγαπημένο μας, τον ευλογημένο τόπο.
Ακόμα θυμάμαι -για πάντα θα θυμάμαι- τα ηλιοκαμένα πρόσωπα των φτωχών αγροτών προγόνων μας, που, πίσω από ένα αλέτρι, με δυο βόδια, όργωναν τη σκληρή σαν πέτρα γη.
Ναι! Εκείνοι όργωναν ιδροκοπώντας το άγονο χώμα κι ο χρόνος ο ανελέητος όργωνε κι αυτός, έσκαβε βαθιά, τα πρόσωπα και τις ψυχές τους.
Όμως δεν έπαψαν ποτέ, μέσα από την ανέχεια τους πάντα, να ονειρεύονται, να στοχεύουν και να δημιουργούν ζωή μέσα στη ζωή, τραγουδώντας τις λίγες χαρές και τις πάμπολλες πίκρες τους.
Μάνα τους ήταν η ζωή. Ρουφούσαν αχόρταγα τους χυμούς της, το νέκταρ της, κυνηγώντας ελπίδες και οράματα.
Μάνα τους, ναι, η ζωή και θαρρείς αδερφός τους ο θάνατος. Είχαν φιλιώσει μαζί του. Του κουβέντιαζαν. Δεν τους φόβιζε.
Και καθώς με οργώνει τώρα κι εμένα ο χρόνος, ξαναθυμούμαι πρόσωπα και πράγματα. Και συγκινούμαι και ριγώ. Και θλίβομαι για ‘κείνους που έχουν ταξιδέψει πια στην αιωνιότητα. Αλλά πειθαρχώ στον άτεγκτο νόμο της φύσης -και αποδέχομαι καρτερικά το παιχνίδι της- και δέχομαι ανίσχυρος τη φθορά της, απολαμβάνοντας όμως, διψασμένος πάντα, το μεγαλείο της ομορφιάς της.
Και καθώς ο νους μου τρέχει στα περασμένα, ξαναζώ νοερά στο παλιό γραφικό μου Ωραιόκαστρο_ εκεί όπου με πρωτοϋποδέχτηκε η ζωή, εκεί όπου αφουγκράστηκα τον πρώτο χτύπο της καρδιάς μου.
Και δε μπορώ να μη θυμηθώ και να μη μνημονεύσω πολλούς από τους πρώτους εκείνους ανθρώπους, που φύτεψαν τις ελπίδες τους στον όμορφο τόπο μας, σαν τα δέντρα. Ναι, σαν τα καταπράσινα δέντρα που ομόρφυναν τους δρόμους του, τις πλατείες του, τις αυλές των σπιτιών του.
Χρέος μου το νιώθω να μνημονεύσω τον παπα-Χρυσόστομο Σιδηρόπουλο, το Χαραβόπουλο το Χρίστο και τον Κωνσταντίνο, το Νεοφυτίδη τον Παναγιώτη, το Θάνο τον Παπαδόπουλο, το Σπύρο τον Εξαδάκτυλο, τον Τομπάζη το Θεμιστοκλή, τον Κώστα και το Γιώργο, τον Τσακαλίδη τον Πανίκα και τον Κόλια, τον Αδάμ και το Δαμιανό Χαραλαμπίδη, το Χρίστο και το Βασίλη Γαλιτσίδη, το Μιχάλη Σιδηρόπουλο, τον Αλέξη το Θωμόγλη, την Ευδοκία την Τογκαλίνα, το Γρηγόρη Νικολαΐδη και τον Κυριάκο Κυριακίδη, τη Μοσκοφίνα, το Ματσουκατίδη το Μίχύα και το Λαριών, τον Παναγιώτη Τσαραμπουλίδη, το Χρίστο Τριανταφυλλίδη και το Θεμιστοκλή τον Τσακαλίδη, που δημιούργησαν οικογένειες, έστησαν περιουσίες από το μηδέν, αφήνοντας στον τόπο τους, στον τόπο μας, το στίγμα της παρουσίας τους. Θα μπορούσα και θα έπρεπε ίσως να αναφέρω και εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες με τις οικογένειές τους. Ας μου συγχωρεθεί όμως που δεν το κάνω. Θα χρειαστεί ξέρετε να γεμίσω ένα ολάκερο βιβλίο. Κι ούτε θα φτάσει.
Θέλω να πω όμως πως αυτή η ειλικρινής λύπη μου για τους ανθρώπους που δε βρίσκονται πια ανάμεσά μας, μετριάζεται, ισοσκελίζεται, θα έλεγα, με τη χαρά μου, με τη χαρά όλων μας, πιστεύω, επειδή γνωρίζω πως όλοι όσοι αποχαιρέτησαν τη ζωή άφησαν πίσω τους αντάξιους απογόνους, συνεχιστές των δικών τους έργων, μιμητές της δικής τους προσφοράς και προόδου.
Η αναφορά μου σ’ όλους αυτούς που έφυγαν ας θεωρηθεί, παρακαλώ, προσφορά, από μένα κι απ’ όλους μας, ενός ευλαβούς μνημόσυνου. Τους το χρωστάμε, σαν αντίδωρο στο πέρασμά τους και στην προσφορά τους σ’ αυτό τον τόπο που κι αυτοί κι εμείς τον αγαπήσαμε πολύ. Η ζωή όμως, όπως ξέρετε, συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για πάντα.
Επιβάλλεται λοιπόν, είναι χρέος μας, να τη διαβούμε ακολουθώντας με σύνεση τα βήματά τους και να τους κρατούμε ζωντανούς στη μνήμη μας και στην καρδιά μας.
Έτσι θα ζουν για πάντα κοντά μας, για πάντα μαζί μας. Και θα νιώθουμε το βλέμμα τους να μας ζεσταίνει, να μας γνέφει, να μας καθοδηγεί και να μας ξεκουράζει. Και θα αισθανόμαστε, θαρρώ, πιο δυνατοί.

Νεόφυτος Ιορδανίδης